Anonymous

συνεξέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[εξέρχομαι]] [[μαζί]] με άλλον («Μανίω... συνεξῆλθεν εἰς τὴν Ἑλλάδα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) φέρομαι έξω ταυτοχρόνως («ἐὰν δὲ μὴ συνεξέλθῃ εὐθὺς τὸ [[ὕστερον]]... ἀποτέμνεται», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> επιτίθεμαι<br /><b>4.</b> [[καταλήγω]], [[αποβαίνω]] ταυτοχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]] («συνεξέρχεται τῇ ψευδεῑ... φαντασίᾳ», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>5.</b> (για αθλητές) [[φέρνω]] το ίδιο [[αποτέλεσμα]].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[εξέρχομαι]] [[μαζί]] με άλλον («Μανίω... συνεξῆλθεν εἰς τὴν Ἑλλάδα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) φέρομαι έξω ταυτοχρόνως («ἐὰν δὲ μὴ συνεξέλθῃ εὐθὺς τὸ [[ὕστερον]]... ἀποτέμνεται», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> επιτίθεμαι<br /><b>4.</b> [[καταλήγω]], [[αποβαίνω]] ταυτοχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]] («συνεξέρχεται τῇ ψευδεῑ... φαντασίᾳ», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>5.</b> (για αθλητές) [[φέρνω]] το ίδιο [[αποτέλεσμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεξέρχομαι:''' αόρ. βʹ <i>-εξῆλθον</i>, αποθ., [[εξέρχομαι]], [[βγαίνω]] έξω μαζί με κάποιον, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.
}}
}}