Anonymous

συνεξέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεξέρχομαι:''' αόρ. βʹ <i>-εξῆλθον</i>, αποθ., [[εξέρχομαι]], [[βγαίνω]] έξω μαζί με κάποιον, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.
|lsmtext='''συνεξέρχομαι:''' αόρ. βʹ <i>-εξῆλθον</i>, αποθ., [[εξέρχομαι]], [[βγαίνω]] έξω μαζί με κάποιον, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-εξέρχομαι mede naar buiten gaan of komen, samen (met...) eropuit gaan; met dat. met iem. of iets.
}}
}}