Anonymous

σύντροφος: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η / [[σύντροφος]], -ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. συντρόφισσα Ν, και αττ. τ. ξύντροφος, -ον, Α [[συντρέφω]]<br />([[κυρίως]] σχετικά με πρόγμ. και καταστάσεις) αυτός τον οποίο δεν αποχωρίζεται ή δεν μπορεί να αποχωριστεί [[κάποιος]], ο [[στενά]] συνυφασμένος (α. «από [[τότε]] που χωρίσανε έχει τη [[θλίψη]] σύντροφο» β. «τῇ Ἑλλάδι πενίη αἰεὶ... [[σύντροφος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άτομο]] [[στενά]] συνδεδεμένο με κάποιον, [[στενός]] [[φίλος]], [[συνοδός]], [[συμπαραστάτης]]<br /><b>2.</b> [[συμμέτοχος]] σε [[εργασία]] ή [[επιχείρηση]], [[συνέταιρος]]<br /><b>3.</b> [[προσηγορία]] [[μεταξύ]] τών κομμουνιστών και τών σοσιαλιστών<br /><b>4.</b> <b>βιολ.</b> ομογενές [[άτομο]], το οποίο σχετίζεται [[προς]] μια καθορισμένη [[συμπεριφορά]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σύντροφος]] ζωής» — ο ή η [[σύζυγος]]<br />β) «[[ερωτικός]] [[σύντροφος]]» — [[εραστής]]<br />γ) «σύντροφοι μάχης» — οι δύο ακροβολιστές του ίδιου στοίχου<br /><b>6.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «οπόχει σύντροφο, έχει αφέντη» — δηλώνει ότι [[εκείνος]] που [[είναι]] [[συνέταιρος]] με κάποιον δεν έχει απόλυτη [[ελευθερία]] κινήσεων<br /><b>μσν.</b><br />(για φυτά) αυτός που τρέφεται με τις ίδιες ουσίες («διαζῇ τὸ [[κλῆμα]]... σύντροφον καὶ συμφυὲς γενόμενον [τῇ ἀμπέλῳ]», Γεωπ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ζει [[μαζί]] με κάποιον, που συζεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανατράφηκε [[μαζί]] με άλλον, [[ομότροφος]], [[ιδίως]] αυτός που ανατράφηκε [[μαζί]] με άλλον σαν να ήταν [[αδελφός]] του, [[ομογάλακτος]]<br /><b>2.</b> (για κατοικίδια ζώα) αυτός που παίρνει την [[ίδια]] [[τροφή]] παράλληλα ή ταυτόχρονα με άλλον («τὰ μὲν σύντροφα αὐτοῑσι [τοῑσι ἀνθρώποισι]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες με άλλον<br /><b>4.</b> (σχετικά με πράγμ. ή καταστάσεις) ο [[συνηθισμένος]] σε [[κάτι]] («ἐν γὰρ ἀνάγκαις οὐ κάμνει [[σύντροφος]] ὤν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που αναπτύχθηκε [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[σύμφυτος]] («ἤν μὴ ἐκ παιδίου [[σύντροφος]] ᾖ [ἡ νοῡσος]», Ιπποκρ.)<br /><b>6.</b> αυτός που ενυπάρχει σε [[κάτι]] ή αυτός που συνυπάρχει με [[κάτι]], [[εγγενής]], [[έμφυτος]]<br /><b>7.</b> αυτός που γίνεται ή τελείται καθημερινά<br /><b>8.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) α) αυτός που βοηθάει στη [[διατήρηση]] κάποιου («ἀέρα οὐ μόνον πρόμαχον καὶ σύντροφον ζωῆς», <b>Ξεν.</b>)<br />β) αυτός που βοηθά κάποιον να εκθρέψει άλλον ή άλλους<br />γ) αυτός που ποιμαίνει [[μαζί]] με άλλον ή αυτός που φυλάγει ποίμνια [[μαζί]] με άλλον («εἴ τις τῶν ἄλλων τὸ τέχνης [[ὄνομα]] ἔχων [[κοινῇ]] τῆς ἀγέλης ξύντροφος [[εἶναι]]», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συντρόφως]] Α<br />με κατάλληλο τρόπο, όπως αρμόζει.
|mltxt=ο, η / [[σύντροφος]], -ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. συντρόφισσα Ν, και αττ. τ. ξύντροφος, -ον, Α [[συντρέφω]]<br />([[κυρίως]] σχετικά με πρόγμ. και καταστάσεις) αυτός τον οποίο δεν αποχωρίζεται ή δεν μπορεί να αποχωριστεί [[κάποιος]], ο [[στενά]] συνυφασμένος (α. «από [[τότε]] που χωρίσανε έχει τη [[θλίψη]] σύντροφο» β. «τῇ Ἑλλάδι πενίη αἰεὶ... [[σύντροφος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άτομο]] [[στενά]] συνδεδεμένο με κάποιον, [[στενός]] [[φίλος]], [[συνοδός]], [[συμπαραστάτης]]<br /><b>2.</b> [[συμμέτοχος]] σε [[εργασία]] ή [[επιχείρηση]], [[συνέταιρος]]<br /><b>3.</b> [[προσηγορία]] [[μεταξύ]] τών κομμουνιστών και τών σοσιαλιστών<br /><b>4.</b> <b>βιολ.</b> ομογενές [[άτομο]], το οποίο σχετίζεται [[προς]] μια καθορισμένη [[συμπεριφορά]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σύντροφος]] ζωής» — ο ή η [[σύζυγος]]<br />β) «[[ερωτικός]] [[σύντροφος]]» — [[εραστής]]<br />γ) «σύντροφοι μάχης» — οι δύο ακροβολιστές του ίδιου στοίχου<br /><b>6.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «οπόχει σύντροφο, έχει αφέντη» — δηλώνει ότι [[εκείνος]] που [[είναι]] [[συνέταιρος]] με κάποιον δεν έχει απόλυτη [[ελευθερία]] κινήσεων<br /><b>μσν.</b><br />(για φυτά) αυτός που τρέφεται με τις ίδιες ουσίες («διαζῇ τὸ [[κλῆμα]]... σύντροφον καὶ συμφυὲς γενόμενον [τῇ ἀμπέλῳ]», Γεωπ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ζει [[μαζί]] με κάποιον, που συζεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανατράφηκε [[μαζί]] με άλλον, [[ομότροφος]], [[ιδίως]] αυτός που ανατράφηκε [[μαζί]] με άλλον σαν να ήταν [[αδελφός]] του, [[ομογάλακτος]]<br /><b>2.</b> (για κατοικίδια ζώα) αυτός που παίρνει την [[ίδια]] [[τροφή]] παράλληλα ή ταυτόχρονα με άλλον («τὰ μὲν σύντροφα αὐτοῑσι [τοῑσι ἀνθρώποισι]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες με άλλον<br /><b>4.</b> (σχετικά με πράγμ. ή καταστάσεις) ο [[συνηθισμένος]] σε [[κάτι]] («ἐν γὰρ ἀνάγκαις οὐ κάμνει [[σύντροφος]] ὤν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που αναπτύχθηκε [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[σύμφυτος]] («ἤν μὴ ἐκ παιδίου [[σύντροφος]] ᾖ [ἡ νοῡσος]», Ιπποκρ.)<br /><b>6.</b> αυτός που ενυπάρχει σε [[κάτι]] ή αυτός που συνυπάρχει με [[κάτι]], [[εγγενής]], [[έμφυτος]]<br /><b>7.</b> αυτός που γίνεται ή τελείται καθημερινά<br /><b>8.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) α) αυτός που βοηθάει στη [[διατήρηση]] κάποιου («ἀέρα οὐ μόνον πρόμαχον καὶ σύντροφον ζωῆς», <b>Ξεν.</b>)<br />β) αυτός που βοηθά κάποιον να εκθρέψει άλλον ή άλλους<br />γ) αυτός που ποιμαίνει [[μαζί]] με άλλον ή αυτός που φυλάγει ποίμνια [[μαζί]] με άλλον («εἴ τις τῶν ἄλλων τὸ τέχνης [[ὄνομα]] ἔχων [[κοινῇ]] τῆς ἀγέλης ξύντροφος [[εἶναι]]», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συντρόφως]] Α<br />με κατάλληλο τρόπο, όπως αρμόζει.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύντροφος:''' -ον ([[συντρέφω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει ανατραφεί μαζί με κάποιον άλλον, αναθρεμμένος, μεγαλωμένος μαζί, με δοτ., σε Ηρόδ., Αριστοφ.· [[συχνά]] λέγεται για οικόσιτα ζώα, σε Ηρόδ., Ξεν.· απόλ., τὸ σύντροφον [[γένος]], άνθρωποι που ανατράφηκαν μαζί μου, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, αυτός που συζεί με κάποιον, στον ίδ.· σύντροφον [[ὄμμα]], [[μάτι]] ή [[παρουσία]] ενός συντρόφου, στον ίδ.· [[σύντροφος]] ὤν (ενν. <i>ἀνάγκαις</i>), αυτός που έχει εξοικειωθεί με τις δυσκολίες, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που έχει αναπτυχθεί μαζί με κάποιον, [[σύμφυτος]], [[έμφυτος]], [[φυσικός]], σε Σοφ.· <i>τὰ ξύντροφα</i>, καθημερινές δυστυχίες, σε Θουκ.· <i>σύντροφός τινι</i>, [[φυσικός]] ή [[συνήθης]] σε [[κάτι]]· τῇ Ἑλλάδι [[πενίη]] [[σύντροφος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που από κοινού ποιμαίνει ή διαφυλάσσει, συντηρεί, <i>τινος</i>, [[κάτι]], σε Ξεν.
}}
}}