Anonymous

σύντροφος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύντροφος:''' -ον ([[συντρέφω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει ανατραφεί μαζί με κάποιον άλλον, αναθρεμμένος, μεγαλωμένος μαζί, με δοτ., σε Ηρόδ., Αριστοφ.· [[συχνά]] λέγεται για οικόσιτα ζώα, σε Ηρόδ., Ξεν.· απόλ., τὸ σύντροφον [[γένος]], άνθρωποι που ανατράφηκαν μαζί μου, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, αυτός που συζεί με κάποιον, στον ίδ.· σύντροφον [[ὄμμα]], [[μάτι]] ή [[παρουσία]] ενός συντρόφου, στον ίδ.· [[σύντροφος]] ὤν (ενν. <i>ἀνάγκαις</i>), αυτός που έχει εξοικειωθεί με τις δυσκολίες, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που έχει αναπτυχθεί μαζί με κάποιον, [[σύμφυτος]], [[έμφυτος]], [[φυσικός]], σε Σοφ.· <i>τὰ ξύντροφα</i>, καθημερινές δυστυχίες, σε Θουκ.· <i>σύντροφός τινι</i>, [[φυσικός]] ή [[συνήθης]] σε [[κάτι]]· τῇ Ἑλλάδι [[πενίη]] [[σύντροφος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που από κοινού ποιμαίνει ή διαφυλάσσει, συντηρεί, <i>τινος</i>, [[κάτι]], σε Ξεν.
|lsmtext='''σύντροφος:''' -ον ([[συντρέφω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει ανατραφεί μαζί με κάποιον άλλον, αναθρεμμένος, μεγαλωμένος μαζί, με δοτ., σε Ηρόδ., Αριστοφ.· [[συχνά]] λέγεται για οικόσιτα ζώα, σε Ηρόδ., Ξεν.· απόλ., τὸ σύντροφον [[γένος]], άνθρωποι που ανατράφηκαν μαζί μου, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, αυτός που συζεί με κάποιον, στον ίδ.· σύντροφον [[ὄμμα]], [[μάτι]] ή [[παρουσία]] ενός συντρόφου, στον ίδ.· [[σύντροφος]] ὤν (ενν. <i>ἀνάγκαις</i>), αυτός που έχει εξοικειωθεί με τις δυσκολίες, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που έχει αναπτυχθεί μαζί με κάποιον, [[σύμφυτος]], [[έμφυτος]], [[φυσικός]], σε Σοφ.· <i>τὰ ξύντροφα</i>, καθημερινές δυστυχίες, σε Θουκ.· <i>σύντροφός τινι</i>, [[φυσικός]] ή [[συνήθης]] σε [[κάτι]]· τῇ Ἑλλάδι [[πενίη]] [[σύντροφος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που από κοινού ποιμαίνει ή διαφυλάσσει, συντηρεί, <i>τινος</i>, [[κάτι]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''σύντροφος:''' <b class="num">1)</b> вместе воспитанный, вместе выросший (τινι Her., Arph. и τινος Polyb., NT): παλαιᾷ σ. ἁμέρᾳ Soph. древний, старый;<br /><b class="num">2)</b> вместе живущий (τινι Her., Soph.);<br /><b class="num">3)</b> родственный, родной, близкий (τὸ [[γένος]] Soph.): ξύντροφον [[ὄμμα]] Soph. глаз (взор) близкого человека;<br /><b class="num">4)</b> воспитанный, приученный (τινι и τινος Her. etc.): σ. γεγονὼς τόλμης Polyb. приученный к храбрости; σ. τῇ πενίᾳ Luc. выросший в нужде;<br /><b class="num">5)</b> внушенный сызмальства, врожденный (εἰρήνης [[ἔρως]] Plut.);<br /><b class="num">6)</b> привычный, обычный: τῇ Ἑλλάδι [[πενίη]] ἀεὶ σ. ἐστι Her. в Элладе бедность существовала всегда; [[κτύπος]] φωτὸς σ. τοῦ ὡς τειρομένου Soph. словно звук, свойственный страдающему человеку, т. е. как бы стон больного;<br /><b class="num">7)</b> вместе пасущий ([[τῇς]] ἀγέλης Plut.);<br /><b class="num">8)</b> прирученный, ручной (θηρία Xen.; [[ὄρνις]] Plut.);<br /><b class="num">9)</b> совместно питающий: τοῖς [[ὕδασι]] ξύντροφα πνεύματα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων Plat. ветры, которые, как и вода, питают то, что произрастает из земли;<br /><b class="num">10)</b> содействующий сохранению или поддержанию (ζωῆς Xen.). - см. тж. [[σύντροφον]].
}}
}}