Anonymous

σωφρονιστής: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σωφρονιστής:''' -οῦ, ὁ ([[σωφρονίζω]]), αυτός που κάνει κάποιον σώφρονα, που συνετίζει κάποιον, [[τιμωρός]], αυτός που επιβάλλει κολασμό ή [[τιμωρία]] σε κάποιον, προκειμένου να τον σωφρονίσει, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''σωφρονιστής:''' -οῦ, ὁ ([[σωφρονίζω]]), αυτός που κάνει κάποιον σώφρονα, που συνετίζει κάποιον, [[τιμωρός]], αυτός που επιβάλλει κολασμό ή [[τιμωρία]] σε κάποιον, προκειμένου να τον σωφρονίσει, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
}}
{{elnl
|elnltext=σωφρονιστής -οῦ, ὁ [σωφρονίζω] terechtwijzer, vermaner, zedenmeester. mv. οἱ σωφρονισταί college van 10 zedenmeesters in Athene, die de epheben\n onder hun hoede hadden.
}}
}}