Anonymous

σύγκληρος: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μετέχει στον ίδιο κλήρο<br /><b>2.</b> αυτός που συνορεύει, [[γειτονικός]] («Μαραθῶνα καὶ σύγκληρον ἐλθόντα χθόνα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] [[τύχη]] με άλλον<br /><b>4.</b> αυτός που ανήκει σε κάποιον ως [[μερίδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλῆρος]] (<b>πρβλ.</b> [[απόκληρος]])].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μετέχει στον ίδιο κλήρο<br /><b>2.</b> αυτός που συνορεύει, [[γειτονικός]] («Μαραθῶνα καὶ σύγκληρον ἐλθόντα χθόνα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] [[τύχη]] με άλλον<br /><b>4.</b> αυτός που ανήκει σε κάποιον ως [[μερίδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλῆρος]] (<b>πρβλ.</b> [[απόκληρος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύγκληρος:''' -ον, αυτός που μοιράζεται τον ίδιο κλήρο, το ίδιο [[χωράφι]], αυτός που συνορεύει, [[γειτονικός]], σε Ευρ.
}}
}}