Anonymous

σύγκληρος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύγκληρος:''' -ον, αυτός που μοιράζεται τον ίδιο κλήρο, το ίδιο [[χωράφι]], αυτός που συνορεύει, [[γειτονικός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''σύγκληρος:''' -ον, αυτός που μοιράζεται τον ίδιο κλήρο, το ίδιο [[χωράφι]], αυτός που συνορεύει, [[γειτονικός]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''σύγκληρος:''' <b class="num">1)</b> пограничный, сопредельный ([[χθών]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> выпавший на долю (θνητῷ βίῳ Plut.).
}}
}}