Anonymous

συμπάσχω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[πάσχω]]<br /><b>1.</b> [[πάσχω]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>2.</b> [[υφίσταμαι]] τα [[ίδια]] [[δεινά]], [[υποφέρω]] [[μαζί]] («[[εἴπερ]] συμπάσχομεν ἵνα καὶ συνδοξασθῶμεν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[συμπονώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] το ίδιο («τοῑς τῆς ψυχῆς παθήμασι τὸ [[σῶμα]] συμπάσχει», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ελεώ]] κάποιον.
|mltxt=ΝΜΑ [[πάσχω]]<br /><b>1.</b> [[πάσχω]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>2.</b> [[υφίσταμαι]] τα [[ίδια]] [[δεινά]], [[υποφέρω]] [[μαζί]] («[[εἴπερ]] συμπάσχομεν ἵνα καὶ συνδοξασθῶμεν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[συμπονώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] το ίδιο («τοῑς τῆς ψυχῆς παθήμασι τὸ [[σῶμα]] συμπάσχει», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ελεώ]] κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμπάσχω:''' μέλ. -[[πείσομαι]], παρακ. -[[πέπονθα]], αόρ. βʹ <i>συνέπαθον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[υποφέρω]] από κοινού, επηρεάζομαι από το ίδιο [[πράγμα]], [[παθαίνω]] το ίδιο, [[συμπαθώ]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[τρέφω]] το ίδιο [[αίσθημα]] με κάποιον, [[αισθάνομαι]] [[συμπάθεια]], στον ίδ.
}}
}}