Anonymous

ταλαίπωρος: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ταλαίπωρος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που υποφέρει, που υφίσταται [[πολλά]], βασανισμένος, κακοπαθημένος<br /><b>2.</b> [[κακόμοιρος]], δυστυχισμένος, [[δύστυχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υφίσταται βαριές και επίπονες εργασίες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ταλαίπωρον</i><br />α) [[σκληρότητα]]<br />β) [[βίος]] [[γεμάτος]] μόχθους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ταλαιπώρως</i> Α<br />με ταλαιπωρίες, με κόπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. λ. της οποίας το α' συνθετικό προέρχεται από το επίθ. [[τάλας]], ενώ το β' συνθετικό έχει συνδεθεί με κάποιους τ. που απαντούν στα λεξικά (<b>πρβλ.</b> <i>πωρεῖν</i><br /><i>κηδεύειν</i>, <i>πενθεῖν</i>, <i>πωρῆσαι</i><br /><i>λυπῆσαι</i>, [[πωρητύς]]<br />[[ταλαιπωρία]], [[πωρός]]<br /><i>ὁ [[ταλαίπωρος]], <b>βλ.</b> <i>πωρῶ</i> [Ι], [[πωρός]] [Ι]) και οι οποίοι πιθ. συνδέονται με τις λ. [[πηρός]] και [[πήμα]]. Προβλήματα γεννά η [[μορφή]] <i>ταλαι</i>- του α' συνθετικού, [[αντί]] του αναμενόμενου <i>ταλα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[τάλας]]), η οποία [[συνήθως]] ερμηνεύται ως αναλογική [[προς]] την επιρρμ. κατάλ. -<i>αι</i> τών [[καταί]], [[παραί]], [[χαμαί]]].
|mltxt=-η, -ο / [[ταλαίπωρος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που υποφέρει, που υφίσταται [[πολλά]], βασανισμένος, κακοπαθημένος<br /><b>2.</b> [[κακόμοιρος]], δυστυχισμένος, [[δύστυχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υφίσταται βαριές και επίπονες εργασίες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ταλαίπωρον</i><br />α) [[σκληρότητα]]<br />β) [[βίος]] [[γεμάτος]] μόχθους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ταλαιπώρως</i> Α<br />με ταλαιπωρίες, με κόπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. λ. της οποίας το α' συνθετικό προέρχεται από το επίθ. [[τάλας]], ενώ το β' συνθετικό έχει συνδεθεί με κάποιους τ. που απαντούν στα λεξικά (<b>πρβλ.</b> <i>πωρεῖν</i><br /><i>κηδεύειν</i>, <i>πενθεῖν</i>, <i>πωρῆσαι</i><br /><i>λυπῆσαι</i>, [[πωρητύς]]<br />[[ταλαιπωρία]], [[πωρός]]<br /><i>ὁ [[ταλαίπωρος]], <b>βλ.</b> <i>πωρῶ</i> [Ι], [[πωρός]] [Ι]) και οι οποίοι πιθ. συνδέονται με τις λ. [[πηρός]] και [[πήμα]]. Προβλήματα γεννά η [[μορφή]] <i>ταλαι</i>- του α' συνθετικού, [[αντί]] του αναμενόμενου <i>ταλα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[τάλας]]), η οποία [[συνήθως]] ερμηνεύται ως αναλογική [[προς]] την επιρρμ. κατάλ. -<i>αι</i> τών [[καταί]], [[παραί]], [[χαμαί]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τᾰλαίπωρος:''' -ον, πιθ., [[τύπος]] ισοδυν. του [[ταλαπείριος]],<br /><b class="num">1.</b> αυτός που υποφέρει, δυστυχισμένος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίρρ. [[ταλαιπώρως]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[ταλαίπωρος]] [[βίος]], σε Σοφ.· <i>ταλαίπωρα πράγματα</i>, σε Αριστοφ.
}}
}}