3,274,216
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τᾰλαίπωρος:''' -ον, πιθ., [[τύπος]] ισοδυν. του [[ταλαπείριος]],<br /><b class="num">1.</b> αυτός που υποφέρει, δυστυχισμένος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίρρ. [[ταλαιπώρως]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[ταλαίπωρος]] [[βίος]], σε Σοφ.· <i>ταλαίπωρα πράγματα</i>, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''τᾰλαίπωρος:''' -ον, πιθ., [[τύπος]] ισοδυν. του [[ταλαπείριος]],<br /><b class="num">1.</b> αυτός που υποφέρει, δυστυχισμένος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίρρ. [[ταλαιπώρως]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[ταλαίπωρος]] [[βίος]], σε Σοφ.· <i>ταλαίπωρα πράγματα</i>, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τᾰλαίπωρος:''' многострадальный, несчастный (βροτοί Aesch.; [[βίος]] Soph.; [[πόλις]] Eur.; πράγματα Arph.). | |||
}} | }} |