Anonymous

ταλαίπωρος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰλαίπωρος:''' -ον, πιθ., [[τύπος]] ισοδυν. του [[ταλαπείριος]],<br /><b class="num">1.</b> αυτός που υποφέρει, δυστυχισμένος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίρρ. [[ταλαιπώρως]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[ταλαίπωρος]] [[βίος]], σε Σοφ.· <i>ταλαίπωρα πράγματα</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''τᾰλαίπωρος:''' -ον, πιθ., [[τύπος]] ισοδυν. του [[ταλαπείριος]],<br /><b class="num">1.</b> αυτός που υποφέρει, δυστυχισμένος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίρρ. [[ταλαιπώρως]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[ταλαίπωρος]] [[βίος]], σε Σοφ.· <i>ταλαίπωρα πράγματα</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰλαίπωρος:''' многострадальный, несчастный (βροτοί Aesch.; [[βίος]] Soph.; [[πόλις]] Eur.; πράγματα Arph.).
}}
}}