Anonymous

τέκτων: Difference between revisions

From LSJ
1,248 bytes added ,  31 December 2018
6
(40)
(6)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[τέκτονας]].
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[τέκτονας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τέκτων:''' -ονος, ὁ ([[τίκτω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[κάθε]] [[ένας]] που κατεργάζεται ξύλα, [[ιδίως]] [[ξυλουργός]], [[λεπτουργός]], σε Όμηρ. κ.λπ.· αντίθ. προς τον σιδηρουργό ([[χαλκεύς]]), σε Πλάτ., Ξεν.· προς τον κτίστη ([[λιθολόγος]]), σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[κάθε]] [[τεχνίτης]] ή [[χειρωνάκτης]] [[εργάτης]], [[τέκτων]] [[κεραοξόος]], αυτός που κατασκευάζει διάφορα αντικείμενα από [[κέρατο]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για [[εργάτη]] μετάλλων, σε Ευρ.· [[γλύπτης]], [[αγαλματοποιός]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[δόκιμος]] [[τεχνίτης]] σε οποιαδήποτε [[τέχνη]], σε Πίνδ.· [[τέκτων]] νωδυνίας, δηλ. [[ιατρός]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> μεταφ., [[δημιουργός]], [[πρωτουργός]], <i>νεικέων</i>, σε Αισχύλ.· <i>κακῶν</i>, σε Ευρ.
}}
}}