3,274,816
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τέκτων:''' -ονος, ὁ ([[τίκτω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[κάθε]] [[ένας]] που κατεργάζεται ξύλα, [[ιδίως]] [[ξυλουργός]], [[λεπτουργός]], σε Όμηρ. κ.λπ.· αντίθ. προς τον σιδηρουργό ([[χαλκεύς]]), σε Πλάτ., Ξεν.· προς τον κτίστη ([[λιθολόγος]]), σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[κάθε]] [[τεχνίτης]] ή [[χειρωνάκτης]] [[εργάτης]], [[τέκτων]] [[κεραοξόος]], αυτός που κατασκευάζει διάφορα αντικείμενα από [[κέρατο]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για [[εργάτη]] μετάλλων, σε Ευρ.· [[γλύπτης]], [[αγαλματοποιός]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[δόκιμος]] [[τεχνίτης]] σε οποιαδήποτε [[τέχνη]], σε Πίνδ.· [[τέκτων]] νωδυνίας, δηλ. [[ιατρός]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> μεταφ., [[δημιουργός]], [[πρωτουργός]], <i>νεικέων</i>, σε Αισχύλ.· <i>κακῶν</i>, σε Ευρ. | |lsmtext='''τέκτων:''' -ονος, ὁ ([[τίκτω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[κάθε]] [[ένας]] που κατεργάζεται ξύλα, [[ιδίως]] [[ξυλουργός]], [[λεπτουργός]], σε Όμηρ. κ.λπ.· αντίθ. προς τον σιδηρουργό ([[χαλκεύς]]), σε Πλάτ., Ξεν.· προς τον κτίστη ([[λιθολόγος]]), σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[κάθε]] [[τεχνίτης]] ή [[χειρωνάκτης]] [[εργάτης]], [[τέκτων]] [[κεραοξόος]], αυτός που κατασκευάζει διάφορα αντικείμενα από [[κέρατο]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για [[εργάτη]] μετάλλων, σε Ευρ.· [[γλύπτης]], [[αγαλματοποιός]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[δόκιμος]] [[τεχνίτης]] σε οποιαδήποτε [[τέχνη]], σε Πίνδ.· [[τέκτων]] νωδυνίας, δηλ. [[ιατρός]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> μεταφ., [[δημιουργός]], [[πρωτουργός]], <i>νεικέων</i>, σε Αισχύλ.· <i>κακῶν</i>, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τέκτων:''' ονος ὁ, редко ἡ<br /><b class="num">1)</b> плотник Hom., Trag., Thuc., Xen. etc.;<br /><b class="num">2)</b> строитель, мастер: [[νεῶν]] τέκτονες Hom. кораблестроители; τ. [[κεραοξόος]] Hom. мастер, изготовляющий изделия из рога; τ. νωδυνιᾶν Pind. целитель болезней, врач;<br /><b class="num">3)</b> художник, создатель, творец Soph., Eur.: τ. ἐπέων Pind. поэт.; τέκτονες κώμων Pind. участники хоровода, танцоры;<br /><b class="num">4)</b> виновник или зачинщик (νεικέων Aesch.; κακῶν πάντων Eur.): τ. γένους Aesch. родоначальник. | |||
}} | }} |