3,277,243
edits
mNo edit summary |
(6) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και [[ταράζω]] Ν, και αττ. τ. [[ταράττω]] Α<br /><b>1.</b> [[ανακινώ]], [[αναταράσσω]] (α. «η [[θάλασσα]] [[είναι]] ταραγμένη» β. «σύναγεν νεφέλας ἐτάταξε δὲ πόντον [ὁ [[Ποσειδῶν]]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προκαλώ]] [[ταραχή]], [[προξενώ]] [[σύγχυση]], [[καταστρέφω]] την ψυχική [[γαλήνη]] και την [[ησυχία]] κάποιου (α. «μέ τάραξαν τα νέα που μού είπες» β. «εμούγκρισ', εταράχτηκε και σαν λιοντάρ' αγριεύγει», <b>Ερωτόκρ.</b><br />γ. «[[μάταιος]] ἐκ νυκτῶν [[φόβος]] κινεῑ, ταράσσει», <b>Αισχύλ.</b><br />δ. «ταράσσομαι φρένας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[ταραγμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />(<b>για πρόσ.</b>) α) αναστατωμένος<br />β) οργισμένος, συγχυσμένος<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[φέρνω]] στην [[επιφάνεια]] («κι εἰς τ' ἄντερά μου σέβηκεν, καὶ τάραξεν τὴν πεῑναν», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στρατό) [[προκαλώ]] [[αναστάτωση]], [[προξενώ]] [[αταξία]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> (για ισχυρά καθαρτικά) [[επιφέρω]] [[ανωμαλία]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με πολιτικές καταστάσεις) [[συνταράσσω]], [[προξενώ]] ταραχές («καὶ σὺ λαμβάνεις ἢν τὴν πόλιν ταράττῃς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κινώ]], [[εγείρω]] («ὥς μου τὸν θῑνα ταράττεις», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> (στον Όμ. αμτβ. και συν. στον παρακμ.) [[τέτρηχα]]<br />βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] ταραχής, σύγχυσης («τετρήχει δ' [[ἀγορή]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) [[διεγείρω]], [[ξεσηκώνω]] («σὺ καὶ [[τόδε]] νεῑκος ἀνδρῶν σύναιμον ἔχεις ταράξας», <b>Σοφ.</b>)<br />β) [[ανατρέπω]] («[[κριτήριον]] [[ταράσσω]]», Δημήτρ.)<br />γ) (για ρήτορα ή συγγραφέα) [[συγχέω]] («ταράττειν τὴν τῶν πραγμάτων διδασκαλίαν», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ταράττομαι ἐπὶ τοῡ ἵππου» — σείομαι, ταλαντεύομαι [[πάνω]] στο [[άλογο]] (<b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[ρίζα]] του ρήματος είχε, [[προφανώς]], [[δασέα]] σύμφωνα, <i>dhŗ</i><i>ә</i><sub>2</sub>-<i>gh</i>-, από όπου η λ. [[ταραχή]] (με [[ανομοίωση]] τών δασέων), ενώ ο ενεστ. [[ταράσσω]] με ενεστ. [[επίθημα]] -<i>jω</i> θα μπορούσε να θεωρηθεί και μετονοματικό παράγωγο. Ο αρχ. τ. παρακμ. <i>τέ</i>-<i>τρη</i>-<i>χα</i> (με μηδενισμένο το πρώτο και εκτεταμένο το δεύτερο [[φωνήεν]]) οδήγησε στον σχηματισμό του ενεστ. [[θράσσω]] (<b>βλ. λ.</b> [[θράσσω]]). Οι συνδέσεις του ρ. τόσο με το επίθ. [[τραχύς]] όσο</i> και με το ρ. [[τρέχω]] [[μάλλον]] [[πρέπει]] να αποκλειστούν. Στη Νέα Ελληνική το ρ. [[ταράζω]] έχει σχηματιστεί από τον αόρ. <i>ἐτάραξα</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]]: <i>ἔκραξα</i> - [[κράζω]]]. | |mltxt=ΝΜΑ, και [[ταράζω]] Ν, και αττ. τ. [[ταράττω]] Α<br /><b>1.</b> [[ανακινώ]], [[αναταράσσω]] (α. «η [[θάλασσα]] [[είναι]] ταραγμένη» β. «σύναγεν νεφέλας ἐτάταξε δὲ πόντον [ὁ [[Ποσειδῶν]]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προκαλώ]] [[ταραχή]], [[προξενώ]] [[σύγχυση]], [[καταστρέφω]] την ψυχική [[γαλήνη]] και την [[ησυχία]] κάποιου (α. «μέ τάραξαν τα νέα που μού είπες» β. «εμούγκρισ', εταράχτηκε και σαν λιοντάρ' αγριεύγει», <b>Ερωτόκρ.</b><br />γ. «[[μάταιος]] ἐκ νυκτῶν [[φόβος]] κινεῑ, ταράσσει», <b>Αισχύλ.</b><br />δ. «ταράσσομαι φρένας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[ταραγμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />(<b>για πρόσ.</b>) α) αναστατωμένος<br />β) οργισμένος, συγχυσμένος<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[φέρνω]] στην [[επιφάνεια]] («κι εἰς τ' ἄντερά μου σέβηκεν, καὶ τάραξεν τὴν πεῑναν», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στρατό) [[προκαλώ]] [[αναστάτωση]], [[προξενώ]] [[αταξία]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> (για ισχυρά καθαρτικά) [[επιφέρω]] [[ανωμαλία]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με πολιτικές καταστάσεις) [[συνταράσσω]], [[προξενώ]] ταραχές («καὶ σὺ λαμβάνεις ἢν τὴν πόλιν ταράττῃς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κινώ]], [[εγείρω]] («ὥς μου τὸν θῑνα ταράττεις», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> (στον Όμ. αμτβ. και συν. στον παρακμ.) [[τέτρηχα]]<br />βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] ταραχής, σύγχυσης («τετρήχει δ' [[ἀγορή]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) [[διεγείρω]], [[ξεσηκώνω]] («σὺ καὶ [[τόδε]] νεῑκος ἀνδρῶν σύναιμον ἔχεις ταράξας», <b>Σοφ.</b>)<br />β) [[ανατρέπω]] («[[κριτήριον]] [[ταράσσω]]», Δημήτρ.)<br />γ) (για ρήτορα ή συγγραφέα) [[συγχέω]] («ταράττειν τὴν τῶν πραγμάτων διδασκαλίαν», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ταράττομαι ἐπὶ τοῡ ἵππου» — σείομαι, ταλαντεύομαι [[πάνω]] στο [[άλογο]] (<b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[ρίζα]] του ρήματος είχε, [[προφανώς]], [[δασέα]] σύμφωνα, <i>dhŗ</i><i>ә</i><sub>2</sub>-<i>gh</i>-, από όπου η λ. [[ταραχή]] (με [[ανομοίωση]] τών δασέων), ενώ ο ενεστ. [[ταράσσω]] με ενεστ. [[επίθημα]] -<i>jω</i> θα μπορούσε να θεωρηθεί και μετονοματικό παράγωγο. Ο αρχ. τ. παρακμ. <i>τέ</i>-<i>τρη</i>-<i>χα</i> (με μηδενισμένο το πρώτο και εκτεταμένο το δεύτερο [[φωνήεν]]) οδήγησε στον σχηματισμό του ενεστ. [[θράσσω]] (<b>βλ. λ.</b> [[θράσσω]]). Οι συνδέσεις του ρ. τόσο με το επίθ. [[τραχύς]] όσο</i> και με το ρ. [[τρέχω]] [[μάλλον]] [[πρέπει]] να αποκλειστούν. Στη Νέα Ελληνική το ρ. [[ταράζω]] έχει σχηματιστεί από τον αόρ. <i>ἐτάραξα</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]]: <i>ἔκραξα</i> - [[κράζω]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τᾰράσσω:''' Αττ. [[ταράττω]], στους Αττ. επίσης συγκοπτ. [[θράσσω]] (<i>√ΤΑΡΑΧ</i>)· μέλ. <i>ταράξω</i>, αόρ. <i>ἐτάραξα</i>, παρακ. <i>τετάρᾰχα</i>, Επικ. [[τέτρηχα]] (βλ. κάτ. III) — Παθ., μέλ. <i>ταραχθήσομαι</i>, Μέσ., <i>ταράξομαι</i>, με Παθ. [[σημασία]]· αόρ. <i>ἐταράχθην</i>, παρακ. <i>τετάραγμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αναταράσσω]], [[ανακατεύω]], [[ενοχλώ]], με [[φυσική]] [[σημασία]], <i>ἐτάραξε πόντον</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[ὁμοῦ]] [[ταράσσω]] [[τήν]] τε γῆν καὶ τὴν θάλατταν, σε Αριστοφ.· <i>βροντήμασι κυκάτω πάντα καὶ ταρασσέτω</i>, σε Αισχύλ.· πάντα [[ταράσσω]], λέγεται για ρήτορα, [[ανακατώνω]], [[μπερδεύω]], σε Δημ.· δεινὰ [[ταράσσω]], κάνω τα [[δεινά]] δεινότερα, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ταράσσω]] το νου, [[αναταράσσω]], [[ενοχλώ]], [[ανησυχώ]], σε Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.· απόλ., [[προξενώ]] [[σύγχυση]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για το στρατό, [[εμβάλλω]] σε [[διαταραχή]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ., είμαι σε [[ταραχή]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για πολιτικές υποθέσεις, [[συνταράσσω]], [[συγχύζω]], σε Αριστοφ. — Παθ., είμαι σε [[κατάσταση]] ταραχής ή αναρχίας, σε Θουκ., Δημ.<br /><b class="num">5.</b> ταράττεσθαι ἐπὶ [[τῶν]] ἵππων, κουνιέμαι καθήμενος στη [[σέλα]] αλόγου, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[αναταράσσω]] [[λάσπη]], [[ανυψώνω]] με το [[ανακάτεμα]], σε Αριστοφ.· μεταφ., [[ταράσσω]] [[νεῖκος]], <i>πόλεμον</i>, σε Σοφ., Πλάτ. — Παθ., [[πόλεμος]] ἐταράχθη, σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> αμτβ., παρακ. [[τέτρηχα]], βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] αναστάτωσης, σύγχυσης, τετρήχει δ'[[ἀγορή]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀγορὴ τετρηχυῖα</i>, στο ίδ. | |||
}} | }} |