Anonymous

σωφρονίζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[σώφρων]], -<i>ονος</i>]<br />[[καθιστώ]] σώφρονα κάποιον, [[συνετίζω]], τον [[κάνω]] να βάλει [[γνώση]] (α. «δεν μπόρεσε [[κανείς]] να τον σωφρονίσει» β. «τοὺς πονηροτάτους τὰς γε συμφορὰς σωφρονίζειν λέγουσι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για [[πάθη]], ορμές) [[καθιστώ]] ηπιότερο, [[καταστέλλω]] («τὴν λαγνείαν αὐτών τῷ λιμῷ σωφρονίζουσιν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιορίζω]], [[μετριάζω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σωφρονίζω]] ἀμπνοάς» — [[αναπνέω]] πιο ήρεμα (<b>Ευρ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ [[σώφρων]], -<i>ονος</i>]<br />[[καθιστώ]] σώφρονα κάποιον, [[συνετίζω]], τον [[κάνω]] να βάλει [[γνώση]] (α. «δεν μπόρεσε [[κανείς]] να τον σωφρονίσει» β. «τοὺς πονηροτάτους τὰς γε συμφορὰς σωφρονίζειν λέγουσι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για [[πάθη]], ορμές) [[καθιστώ]] ηπιότερο, [[καταστέλλω]] («τὴν λαγνείαν αὐτών τῷ λιμῷ σωφρονίζουσιν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιορίζω]], [[μετριάζω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σωφρονίζω]] ἀμπνοάς» — [[αναπνέω]] πιο ήρεμα (<b>Ευρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''σωφρονίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i> ([[σώφρων]])·<br /><b class="num">1.</b> κάνω κάποιον σώφρονα, τον κάνω να έλθει στα λογικά του, να φρονιμευθεί, να συνετισθεί, [[παιδεύω]], [[τιμωρώ]], σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ., τιμωρούμαι, κολάζομαι, [[γίνομαι]] [[φρόνιμος]], [[έρχομαι]] στα συγκαλά μου, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[πάθη]], [[ορθώνω]], [[μετριάζω]], σε Ξεν.· ομοίως, [[σωφρονίζω]] ἀμπνοάς, [[αναπνέω]] με λιγότερη [[σφοδρότητα]], σε Ευρ.· ἐς εὐτέλειαν [[σωφρονίζω]], [[περιορίζω]], [[περικόπτω]] δαπάνες, σε Θουκ.
}}
}}