Anonymous

τεκνοποιέω: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_5)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />enfanter;<br /><i><b>Moy.</b></i> τεκνοποιέομαι-οῦμαι engendrer, procréer.<br />'''Étymologie:''' [[τεκνοποιός]].
|btext=-ῶ :<br />enfanter;<br /><i><b>Moy.</b></i> τεκνοποιέομαι-οῦμαι engendrer, procréer.<br />'''Étymologie:''' [[τεκνοποιός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τεκνοποιέω:''' μέλ. <i>τεκνοποιήσω</i>, ([[τεκνοποιός]]), στην Ενεργ., λέγεται για [[γυναίκα]], [[γεννώ]] [[παιδιά]]· στη Μέσ., λέγεται για άνδρα, [[παράγω]] [[παιδιά]], σε Ξεν.· στη Μέσ. και για τους δυο γονείς, αναπαράγομαι, κάνω [[παιδιά]], στον ίδ.
}}
}}