3,274,917
edits
(41) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τι, ΝΜΑ, και κυπρ. τ. και αρκαδ. τ. σις, και θεσσ. τ. αρσ. και θηλ. κις, ουδ. κι, Α<br /> (αόρ. εγκλιτ. αντων.) (στη νεοελλ. μόνο ως [[λόγιος]] τ.)<br /> <b>1.</b> [[κάποιος]], [[ένας]] («καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[κάποιος]] από πολλούς<br /> <b>3.</b> (με περιοριστική ή περιφρονητική σημ.) [[ένας]] [[οποιοσδήποτε]], [[κάποιος]] [[ασήμαντος]], [[κάποιος]] [[χωρίς]] [[αξία]] (α. «[[ανόητος]] τις [[νεαρός]]» β. «ὡς ταχεῑά τις... [[χάρις]] διαρρεῑ», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τινες</i><br /> μερικοί<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>φρ.</b> α) «[[[μέχρι]]] προ τινος»<br /> (ενν. <i>χρόνου</i>) [[μέχρι]] [[πριν]] από λίγο καιρό<br /> β) «από τινος»<br /> (ενν. <i>χρόνου</i>) εδώ και λίγο καιρό<br /> γ) «[[μέχρι]] τινος» — [[μέχρι]] ένα μικρό [[διάστημα]], ώς ένα [[σημείο]]<br /> («[[μέχρι]] τινος θα έλθουμε [[μαζί]] σας»)<br /> δ) «[[κατά]] τι» — εν μέρει, λίγο<br /> ε) «[[κατιτί]]» — [[κάτι]] το ιδιαίτερο, [[κάτι]] το ξεχωριστό («δεν [[μπορώ]] να το εξηγήσω, [[αλλά]] έχει [[κατιτί]] που μού αρέσει»)<br /> <b>αρχ.</b><br /> Ι. ΚΛΙΣΗ: Α. (<b>στον εν.</b>)<br /> <b>1.</b> <b>(ονομ.)</b> σπάν. ιων. και δωρ. τ. [[τεός]]<br /> <b>2.</b> <b>γεν.</b> ιων. τ. <i>τεο</i> και <i>τευ</i>, ποιητ. και αττ. τ. <i>του</i> και <i>τινος</i><br /> <b>3.</b> <b>δοτ.</b> ιων. τ. <i>τεῳ</i>, ποιητ. και αττ. τ. <i>τῳ</i> και <i>τινι</i>, αιολ. τ. <i>τίῳ</i><br /> <b>4.</b> <b>(αιτ.)</b> αρσ. και θηλ. <i>τινα</i> και σπάν τ. [[τεός]], ουδ. <i>τι</i>- Β. <b>στον πληθ.</b><br /> <b>1.</b> <b>(ονομ.)</b> αρσ. και θηλ. <i>τίνες</i>, δωρ. τ. <i>τινεν</i>, θεσσ. <i>κινες</i>, ουδ. <i>τινα</i> και [[ἄσσα]], αττ. τ. [[ἄττα]], δωρ. τ. <i>σά</i>, βοιωτ. τ. <i>τά</i><br /> <b>2.</b> <b>γεν.</b> ιων. τ. [[τέων]] και τεῶν και <i>τινων</i><br /> <b>3.</b> <b>δοτ.</b> <i>τίσι</i>(<i>ν</i>), δωρ. τ. <i>τίνοις</i>, αιολ. τ. [[τίοισι]], ιων. τ. [[τέοισι]]<br /> <b>4.</b> <b>(αιτ.)</b> αρσ. και θηλ. <i>τινας</i>, ουδ. <i>τινα</i>- II. ΣΥΝΤΑΞΗ - ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. [[κάθε]] ενδιαφερόμενος, [[καθένας]] που αποβλέπει σε [[κάτι]] («ἵνα τις στυγέῃσι καὶ [[ἄλλος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[κανείς]] («μισεῑ τις ἐκεῑνον», <b>Δημοσθ.</b>)<br /> <b>3.</b> (ως εμφαντικό) α) [[κάποιος]] [[μεγάλος]], [[κάποιος]] [[σπουδαίος]] («τὸ δοκεῑν τιν' [[εἶναι]]», Μέν.)<br /> β) [[αντί]] του [[άνδρας]] («ἦν δὲ τις ἐν Τρώεσσι Δάρης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>4.</b> (με κύρια ον.) [[κάποιος]] όμοιος, [[κάποιος]] [[τέτοιος]] («ἤ τις [[Ἀπόλλων]] ἤ Πάν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>5.</b> (με αριθμτ.) α) [[ένας]] [[οποιοσδήποτε]], [[αλλά]] [[ένας]] μόνον («δώσει δὲ τι ἕν γε φέρεσθαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /> β) [[περίπου]], [[κάπου]] («ἐς διακοσίους τινας», <b>Θουκ.</b>)<br /> <b>6.</b> (με ουσ.) [[αρκετός]] («στρατῷ τινι» — με αρκετό [[στράτευμα]], <b>Θουκ.</b>)<br /> <b>7.</b> (με διάφορες αντων.) α) [[ὅσος]] τις</i><br /> πόσο [[πολύς]], πόσο [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] («[[ὅσσος]] τις [[χρυσός]] τε καὶ [[ἄργυρος]] ἀσκῷ ἔνεστιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /> β) <i>οἶός τις</i><br /> τί είδους [[άνθρωπος]]<br /> <b>8.</b> (με αρθρ.) α) εκφέρεται ομοιόπτωτα με έναρθρο ουσ. («[[ὅταν]] δ' ὁ [[κύριος]] παρῇ τις», <b>Σοφ.</b>)<br /> β) (στους φιλοσόφους) ο ορισμένος ή ο [[τέτοιος]] (α. «ὁ τὶς [[ἵππος]]», <b>Αριστοτ.</b><br /> β. «ἡ τὶς [[γραμματική]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /> γ) σε αντιθετικές προτάσεις («ὁ μὲν τις..., [[ἄλλος]] δέ...», <b>Ευρ.</b>)<br /> <b>9.</b> [[αντί]] της προσ. αντων. του α' και του β' προσ. («ποῑ τις τρέψεται;», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>10.</b> [[αντί]] του ονόματος ενός προσώπου ή πράγματος το οποίο αποφεύγει [[κανείς]] να κατονομάσει, [[κυρίως]] για ευφημισμό (α «οὐκ ἔφασαν ἰέναι, ἐὰν μή τις χρήματα διδῷ [ενν. <i>ὁ Κῡρος</i>]», <b>Ξεν.</b><br /> β. «καὶ γὰρ ἄν οὗτός τι πάθῃ, [[ταχέως]] ὑμεῑς ἕτερον Φίλιππον ποιήσετε», <b>Δημοσθ.</b>)<br /> <b>11.</b> (<b>το ουδ.</b>) α) <b>(περιλπτ.)</b> ένα [[μέρος]], ένα [[τμήμα]] («ἦν τι καὶ ἐν ταῑς Συρακούσαις», <b>Θουκ.</b>)<br /> β) (<b>ως επίρρ.</b>) σε έναν βαθμό, [[κάπως]] («παρεθάρρυνέ τι αὐτούς», <b>Ξεν.</b>)<br /> <b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λέγω]] [ή ποιῶ] τι» — λέω [ή [[κάνω]]] [[κάτι]] σπουδαίο (<b>Πλάτ.</b>)<br /> β) «καὶ τι» — εν μέρει<br /> γ) «ἤ τι ἤ [[οὐδέν]]» — λίγο ή [[τίποτε]], [[σχεδόν]] [[τίποτε]] (<b>Πλάτ.</b>)<br /> δ) «ἤ τις ἤ [[οὐδείς]]» — [[σχεδόν]] [[κανείς]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br /> ε) «τὸ μέν... τὸ δὲ τι...»εν μέρει μεν... εν μέρει δε, [[κάπως]] (<b>Θουκ.</b>, <b>Πολ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. ερωτ. <i>τίς</i>]. | |mltxt=τι, ΝΜΑ, και κυπρ. τ. και αρκαδ. τ. σις, και θεσσ. τ. αρσ. και θηλ. κις, ουδ. κι, Α<br /> (αόρ. εγκλιτ. αντων.) (στη νεοελλ. μόνο ως [[λόγιος]] τ.)<br /> <b>1.</b> [[κάποιος]], [[ένας]] («καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[κάποιος]] από πολλούς<br /> <b>3.</b> (με περιοριστική ή περιφρονητική σημ.) [[ένας]] [[οποιοσδήποτε]], [[κάποιος]] [[ασήμαντος]], [[κάποιος]] [[χωρίς]] [[αξία]] (α. «[[ανόητος]] τις [[νεαρός]]» β. «ὡς ταχεῑά τις... [[χάρις]] διαρρεῑ», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τινες</i><br /> μερικοί<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>φρ.</b> α) «[[[μέχρι]]] προ τινος»<br /> (ενν. <i>χρόνου</i>) [[μέχρι]] [[πριν]] από λίγο καιρό<br /> β) «από τινος»<br /> (ενν. <i>χρόνου</i>) εδώ και λίγο καιρό<br /> γ) «[[μέχρι]] τινος» — [[μέχρι]] ένα μικρό [[διάστημα]], ώς ένα [[σημείο]]<br /> («[[μέχρι]] τινος θα έλθουμε [[μαζί]] σας»)<br /> δ) «[[κατά]] τι» — εν μέρει, λίγο<br /> ε) «[[κατιτί]]» — [[κάτι]] το ιδιαίτερο, [[κάτι]] το ξεχωριστό («δεν [[μπορώ]] να το εξηγήσω, [[αλλά]] έχει [[κατιτί]] που μού αρέσει»)<br /> <b>αρχ.</b><br /> Ι. ΚΛΙΣΗ: Α. (<b>στον εν.</b>)<br /> <b>1.</b> <b>(ονομ.)</b> σπάν. ιων. και δωρ. τ. [[τεός]]<br /> <b>2.</b> <b>γεν.</b> ιων. τ. <i>τεο</i> και <i>τευ</i>, ποιητ. και αττ. τ. <i>του</i> και <i>τινος</i><br /> <b>3.</b> <b>δοτ.</b> ιων. τ. <i>τεῳ</i>, ποιητ. και αττ. τ. <i>τῳ</i> και <i>τινι</i>, αιολ. τ. <i>τίῳ</i><br /> <b>4.</b> <b>(αιτ.)</b> αρσ. και θηλ. <i>τινα</i> και σπάν τ. [[τεός]], ουδ. <i>τι</i>- Β. <b>στον πληθ.</b><br /> <b>1.</b> <b>(ονομ.)</b> αρσ. και θηλ. <i>τίνες</i>, δωρ. τ. <i>τινεν</i>, θεσσ. <i>κινες</i>, ουδ. <i>τινα</i> και [[ἄσσα]], αττ. τ. [[ἄττα]], δωρ. τ. <i>σά</i>, βοιωτ. τ. <i>τά</i><br /> <b>2.</b> <b>γεν.</b> ιων. τ. [[τέων]] και τεῶν και <i>τινων</i><br /> <b>3.</b> <b>δοτ.</b> <i>τίσι</i>(<i>ν</i>), δωρ. τ. <i>τίνοις</i>, αιολ. τ. [[τίοισι]], ιων. τ. [[τέοισι]]<br /> <b>4.</b> <b>(αιτ.)</b> αρσ. και θηλ. <i>τινας</i>, ουδ. <i>τινα</i>- II. ΣΥΝΤΑΞΗ - ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. [[κάθε]] ενδιαφερόμενος, [[καθένας]] που αποβλέπει σε [[κάτι]] («ἵνα τις στυγέῃσι καὶ [[ἄλλος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[κανείς]] («μισεῑ τις ἐκεῑνον», <b>Δημοσθ.</b>)<br /> <b>3.</b> (ως εμφαντικό) α) [[κάποιος]] [[μεγάλος]], [[κάποιος]] [[σπουδαίος]] («τὸ δοκεῑν τιν' [[εἶναι]]», Μέν.)<br /> β) [[αντί]] του [[άνδρας]] («ἦν δὲ τις ἐν Τρώεσσι Δάρης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>4.</b> (με κύρια ον.) [[κάποιος]] όμοιος, [[κάποιος]] [[τέτοιος]] («ἤ τις [[Ἀπόλλων]] ἤ Πάν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>5.</b> (με αριθμτ.) α) [[ένας]] [[οποιοσδήποτε]], [[αλλά]] [[ένας]] μόνον («δώσει δὲ τι ἕν γε φέρεσθαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /> β) [[περίπου]], [[κάπου]] («ἐς διακοσίους τινας», <b>Θουκ.</b>)<br /> <b>6.</b> (με ουσ.) [[αρκετός]] («στρατῷ τινι» — με αρκετό [[στράτευμα]], <b>Θουκ.</b>)<br /> <b>7.</b> (με διάφορες αντων.) α) [[ὅσος]] τις</i><br /> πόσο [[πολύς]], πόσο [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] («[[ὅσσος]] τις [[χρυσός]] τε καὶ [[ἄργυρος]] ἀσκῷ ἔνεστιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /> β) <i>οἶός τις</i><br /> τί είδους [[άνθρωπος]]<br /> <b>8.</b> (με αρθρ.) α) εκφέρεται ομοιόπτωτα με έναρθρο ουσ. («[[ὅταν]] δ' ὁ [[κύριος]] παρῇ τις», <b>Σοφ.</b>)<br /> β) (στους φιλοσόφους) ο ορισμένος ή ο [[τέτοιος]] (α. «ὁ τὶς [[ἵππος]]», <b>Αριστοτ.</b><br /> β. «ἡ τὶς [[γραμματική]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /> γ) σε αντιθετικές προτάσεις («ὁ μὲν τις..., [[ἄλλος]] δέ...», <b>Ευρ.</b>)<br /> <b>9.</b> [[αντί]] της προσ. αντων. του α' και του β' προσ. («ποῑ τις τρέψεται;», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>10.</b> [[αντί]] του ονόματος ενός προσώπου ή πράγματος το οποίο αποφεύγει [[κανείς]] να κατονομάσει, [[κυρίως]] για ευφημισμό (α «οὐκ ἔφασαν ἰέναι, ἐὰν μή τις χρήματα διδῷ [ενν. <i>ὁ Κῡρος</i>]», <b>Ξεν.</b><br /> β. «καὶ γὰρ ἄν οὗτός τι πάθῃ, [[ταχέως]] ὑμεῑς ἕτερον Φίλιππον ποιήσετε», <b>Δημοσθ.</b>)<br /> <b>11.</b> (<b>το ουδ.</b>) α) <b>(περιλπτ.)</b> ένα [[μέρος]], ένα [[τμήμα]] («ἦν τι καὶ ἐν ταῑς Συρακούσαις», <b>Θουκ.</b>)<br /> β) (<b>ως επίρρ.</b>) σε έναν βαθμό, [[κάπως]] («παρεθάρρυνέ τι αὐτούς», <b>Ξεν.</b>)<br /> <b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λέγω]] [ή ποιῶ] τι» — λέω [ή [[κάνω]]] [[κάτι]] σπουδαίο (<b>Πλάτ.</b>)<br /> β) «καὶ τι» — εν μέρει<br /> γ) «ἤ τι ἤ [[οὐδέν]]» — λίγο ή [[τίποτε]], [[σχεδόν]] [[τίποτε]] (<b>Πλάτ.</b>)<br /> δ) «ἤ τις ἤ [[οὐδείς]]» — [[σχεδόν]] [[κανείς]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br /> ε) «τὸ μέν... τὸ δὲ τι...»εν μέρει μεν... εν μέρει δε, [[κάπως]] (<b>Θουκ.</b>, <b>Πολ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. ερωτ. <i>τίς</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τις:''' τι, αορ. αντων., [[οποιοσδήποτε]], οτιδήποτε, κλίνεται σε όλες τις πτώσεις· [[αλλά]], τίς;τί; ερωτημ. αντων. [[ποιος]]; τί; οξύτονη στην ονομ. ενικ., παροξύτονη στις άλλες πτώσεις.<br /><b class="num">Α.</b> αόρ. αντων., τις, τι· γεν. <i>τινος</i>, Ιων. [[τεο]], [[τευ]], Αττ. <i>του</i>· δοτ. <i>τινι</i>, Ιων. [[τεῳ]], Αττ. <i>τῳ</i>· αιτ. <i>τινα</i>, <i>τι</i>· δυϊκ. [[τινε]]· πληθ. <i>τινες</i>, ουδ. <i>τινα</i>· γεν. <i>τινων</i>, Ιων. <i>[[τεων]]</i>· δοτ. <i>τισι</i>, [[τισιν]]· αιτ. <i>τινας</i>, ουδ. <i>τινα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[οποιοσδήποτε]], οτιδήποτε, [[κάποιος]], [[κάτι]]· ως επίθ., [[κάποιος]], [[ένας]], χρησιμ. αντί του αορ. άρθρου, [[ένας]], [[μία]], ένα· στην [[περίπτωση]] αυτή συμφωνεί προς το ουσιαστικό του, [[φίλος]] τις, [[ένας]] [[φίλος]], [[θεός]] τις, [[ένας]] [[θεός]], δηλ. όχι [[άνθρωπος]]· με τη [[σημασία]] του «[[κάποιος]]» μπορεί να συνδυαστεί και με γεν. πληθ., [[φίλων]] τις, [[κάποιος]] από τους φίλους του, [[θεῶν]] τις, [[κάποιος]] από τους θεούς.<br /><b class="num">II.</b> Ειδικές χρήσεις·<br /><b class="num">1.</b> [[ένας]](από πολλούς), δηλ. οι πολλοί, [[ὧδε]] δέ τις εἴπεσκεν, έτσι είπαν οι άνδρες, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάθε]] ενδιαφερόμενος, [[καθένας]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τοὺς ξυμμάχους αὐτόν τινα κολάζειν</i>, ότι ο [[κάθε]] [[ένας]] άντρας πρέπει ο [[ίδιος]] να τιμωρεί τους συμμάχους του, σε Θουκ.· <i>ἄμεινόν τινος</i>, [[καλύτερος]] από οποιουσδήποτε άλλους, σε Δημ.· αυτό εκφράζεται πληρέστερα με την [[προσθήκη]] αντων., τις [[ἕκαστος]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· [[πᾶς]] τις, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[οὐδείς]] ή [[μηδείς]] τις, σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> με [[αναφορά]] σε κάποιο [[πρόσωπο]] το οποίο αποφεύγει [[κάποιος]] να ονομάσει, δώσει τις [[δίκην]], [[κάποιος]] που [[ξέρω]] θα υποφέρει, σε Αριστοφ.· επίσης, κατ' ευφημισμόν για κάποιο άσχημο [[πράγμα]], <i>ἤν τι ποιῶμεν</i>, <i>ἤν τι πάθωμεν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> αορίστως, όπου οι Γάλλοι χρησιμοποιούν το on και οι Άγγλοι το they, μισεῖ τις ἐκεῖνον, τον μισούν, σε Δημ.<br /><b class="num">5.</b> τις, <i>τι</i>, χρησιμ. εμφατικά για [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], [[κάποιος]] [[πολύ]] [[σημαντικός]], κάποιο εξαιρετικό [[πράγμα]], ηὔχεις τις [[εἶναι]], καυχιόσουν ότι ήσουν [[κάποιος]] [[μεγάλος]], σε Ευρ.· δοκοῦσι τινὲς [[εἶναι]], σε Δημ.· κἠγών τις [[φαίνομαι]] [[ἦμες]], κι εγώ επίσης [[φαίνομαι]] ότι είμαι [[κάποιος]], σε Θεόκρ.· ομοίως στο ουδ., οἴονταί τι [[εἶναι]], σε Πλάτ.· ομοίως, <i>λέγειν τι</i>, [[πλησιάζω]] στον στόχο· αντίθ. προς το <i>οὐδὲν λέγειν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">6.</b> εμφατικώς, ο [[άνθρωπος]] αντίθ. προς το [[κτήνος]], τις ἢ [[κύων]], σε Αριστοφ.· αντίστροφα, με [[σημασία]] περιφρόνησης, [[Θερσίτης]] τιςἦν, υπήρχε «[[ένας]]» [[Θερσίτης]], σε Σοφ.<br /><b class="num">7.</b> με κύρια ονόματα το τις σημαίνει [[κάποιος]] όμοιος, [[κάποιος]] [[τέτοιος]], όπως, ἤ τις [[Ἀπόλλων]] ἢ [[Πάν]], [[κάποιος]] Απόλλωνας ή Πάνας, σε Αισχύλ.· [[Ἀφροδίτη]] τις, σε Ευρ.<br /><b class="num">8.</b> με επίθ., η αντων. τις λαμβάνει περιοριστική [[σημασία]], ὥς τις [[θαρσαλέος]] [[ἐσσί]], κάπως [[θαρραλέος]], δηλ. [[πολύ]] [[θαρραλέος]], σε Ομήρ. Οδ.· [[δυσμαθής]] τις, [[τύπος]] ανθρώπου που δεν μαθαίνει εύκολα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">9.</b> με αριθμητικά, [[ἑπτά]] τινες, [[κάπου]] [[επτά]], [[περίπου]] [[επτά]], σε Θουκ.· <i>ἐς διακοσίους [[τινάς]]</i>, στον ίδ.· ομοίως και [[χωρίς]] αριθμητικό, <i>ἡμέρας [[τινάς]]</i>, μερικές ημέρες, δηλ. αρκετές, στον ίδ.· <i>ἐνιαυτόν τινα</i>, ένα [[έτος]] [[περίπου]], στον ίδ.· ομοίως, <i>οὐ πολλοί τινες</i>, <i>τινες οὐ πολλοί</i>, <i>ὀλίγοι τινές</i>, στον ίδ.· ομοίως επίσης, [[ὅσος]] τις [[χρυσός]], τέτοιο [[χρυσάφι]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">10.</b> με αντων. λέξεις, οἷός τις, τέτοιου είδους [[άνθρωπος]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ποῖός</i>και ὁποῖός τις, σε Σοφ., Ξεν. κ.λπ.· τις [[τοιόσδε]], σε Ηρόδ.· τοιοῦτός τις, σε Ξεν.· [[ὅταν]] δ' ὁ [[κύριος]] παρῇ τις, όταν το [[πρόσωπο]] που έχει την [[εξουσία]], [[οποιοσδήποτε]] κι αν είναι αυτός είναι [[παρών]], σε Σοφ.· στις αντιθετικές προτάσεις, ὁμέν τις..., <i>ὁ δέ..</i>., σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">11.</b> το ουδ. <i>τι</i> χρησιμοποιείται ως επίρρ., κάπως, σε κάποιο βαθμό, [[καθόλου]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">12.</b> ἤ τις ἢ [[οὐδείς]], λίγοι ή [[κανένας]], [[σχεδόν]] [[κανένας]], σε Ηρόδ.· ἤ τι ἢ [[οὐδέν]], λίγο ή [[τίποτα]], σε Πλάτ. <b>Β.</b> ερωτημ. αντων. τίς, τί· γεν. <i>τίνος</i>, Ιων. [[τέο]], [[τεῦ]], Αττ. <i>τοῦ</i>· δοτ. <i>τίνι</i>, Ιων. [[τέῳ]]· αιτ. [[τίνα]], ουδ. <i>τί</i>· πληθ. <i>τίνες</i>, [[τίνα]]· γεν. <i>τίνων</i>, Ιων. [[τέων]]· δοτ. <i>τίσι</i>, Ιων. [[τέοισι]], Αττ. <i>τοῖσι</i>· αιτ. <i>τίνας</i>, [[τίνα]]·<br /><b class="num">I.</b> στις ευθείες ερωτήσεις, [[ποιος]]; ποια; ουδ. ποιο; τι; Λατ. [[quis]], [[quae]], [[quid]]?σε Όμηρ. κ.λπ.· σε [[σχέση]] με άλλες ομοιόπτωτες λέξεις, τίς δ' [[οὗτος]] ἔρχεται; [[ποιος]] είσαι εσύ που έρχεσαι; σε Ομήρ. Ιλ.· τίν'ὄψιν σὴν [[προσδέρκομαι]]; τί [[πρόσωπο]] είναι αυτό που σε [[βλέπω]] να έχεις; σε Ευρ.· τίς ἄν ή <i>κεν</i>, με ευκτ. εκφράζει [[αμφιβολία]], [[ποιος]] θα μπορούσε; [[ποιος]] θα έκανε; σε Όμηρ.· στις διπλές ερωτήσεις, τί λαβόντα τί [[δεῖ]] ποιεῖν; τί έχει παραλάβει [[κάποιος]] και τί πρέπει [[κάποιος]] να κάνει; σε Δημ.· ομοίως, τίς [[πόθεν]] εἶς [[ἀνδρῶν]]; [[ποιος]] και από πού είσαι; σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> τίς μαζί με μόρια· τίς γάρ; Λατ. [[quisnam]]; [[ποιος]] [[τάχα]]; σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· τίς δή; [[ποιος]] [[τότε]]; σε Θέογν.· τίς [[δῆτα]]; σε Σοφ.· τίς ποτε; [[ποιος]] [[άραγε]]; σε Ξεν. <b>3. α)</b> το ουδ. <i>τί;</i> ως απλή [[ερώτηση]], όπως και [[σήμερα]], τί; σε Αισχύλ.· επίσης, [[γιατί]]; σε Ομήρ. Ιλ. <b>β)</b> <i>τί μοι; τί σοι;</i> τί είναι για εμένα; τί για εσένα; σε Σοφ. κ.λπ.· με γεν., <i>τί μοι ἔριδος;</i> τί [[σχέση]] έχω να κάνω με τον καβγά; σε Ομήρ. Ιλ.· τί ἐμοὶ καὶ [[σοί]]; τί (κοινό) υπάρχει [[μεταξύ]] εμένα και εσένα; τί έχω να κάνω με σένα; σε Καινή Διαθήκη <b>γ)</b> <i>τι</i> μαζί με μόρια· <i>τί γάρ;</i> [[γιατί]] όχι; πώς [[αλλιώς]]; Λατ. [[quid]] [[enim]]? [[quidni]]?δηλ. [[βεβαίως]], [[χωρίς]] [[αμφιβολία]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>τί δέ;</i> Λατ. [[quid]] [[vero]]? σε Πλάτ.· <i>τί δέ</i>, <i>εἰ..</i>., [[αλλά]] τί, εάν...; σε Ευρ.· τί δή; τί [[δήποτε]]; [[γιατί]] [[άραγε]]; [[γιατί]] [[λοιπόν]]; σε Πλάτ.· <i>τί μή;</i> [[γιατί]] όχι; Λατ. [[quidni]]? σε Τραγ.· τί [[μήν]]; δηλ. [[βεβαίως]], [[μάλιστα]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> η αντων. τίς χρησιμ. [[ενίοτε]] αντί [[ὅστις]] στις πλάγιες ερωτήσεις, ἠρώτα δή [[ἔπειτα]], τίς εἴη καὶ [[πόθεν]] ἔλθοι, σε Ομήρ. Οδ.· οὐκ [[ἔχω]] τί φῶ, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> τίς; τί; με μτχ. που ακολουθ. από ρημ. [[πρόταση]], σχηματίζει [[μία]] μόνο [[πρόταση]], ενώ στην αγγλική απαιτούνται [[δύο]] προτάσεις, [[εἴρετο]] τίνες ἐόντες προαγορεύουσι; ποιοι είναι και τί διακηρύσσουν; σε Ηρόδ.· καταμεμάθηκας τοὺς τί ποιοῦντας [[τοὔνομα]] τοῦτ' ἀποκαλοῦσιν; έχεις μάθει τί κάνουν εκείνοι τους οποίους αποκαλούν έτσι; σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> τίς; = [[ποῖος]]; σε Σοφ.<br /><b class="num">IV.</b> το <i>τί</i> [[ποτέ]] δεν εκθλίβεται· [[αλλά]] η [[χασμωδία]] επιτρέπεται στους Αττ.· τί [[οὖν]]; σε Αριστοφ.· <i>τί ἔστιν;</i> σε Σοφ.· <i>τί εἶπας;</i> στον ίδ. | |||
}} | }} |