Anonymous

τις: Difference between revisions

From LSJ
3,823 bytes added ,  10 January 2019
1b
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τις:''' τι, αορ. αντων., [[οποιοσδήποτε]], οτιδήποτε, κλίνεται σε όλες τις πτώσεις· [[αλλά]], τίς;τί; ερωτημ. αντων. [[ποιος]]; τί; οξύτονη στην ονομ. ενικ., παροξύτονη στις άλλες πτώσεις.<br /><b class="num">Α.</b> αόρ. αντων., τις, τι· γεν. <i>τινος</i>, Ιων. [[τεο]], [[τευ]], Αττ. <i>του</i>· δοτ. <i>τινι</i>, Ιων. [[τεῳ]], Αττ. <i>τῳ</i>· αιτ. <i>τινα</i>, <i>τι</i>· δυϊκ. [[τινε]]· πληθ. <i>τινες</i>, ουδ. <i>τινα</i>· γεν. <i>τινων</i>, Ιων. <i>[[τεων]]</i>· δοτ. <i>τισι</i>, [[τισιν]]· αιτ. <i>τινας</i>, ουδ. <i>τινα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[οποιοσδήποτε]], οτιδήποτε, [[κάποιος]], [[κάτι]]· ως επίθ., [[κάποιος]], [[ένας]], χρησιμ. αντί του αορ. άρθρου, [[ένας]], [[μία]], ένα· στην [[περίπτωση]] αυτή συμφωνεί προς το ουσιαστικό του, [[φίλος]] τις, [[ένας]] [[φίλος]], [[θεός]] τις, [[ένας]] [[θεός]], δηλ. όχι [[άνθρωπος]]· με τη [[σημασία]] του «[[κάποιος]]» μπορεί να συνδυαστεί και με γεν. πληθ., [[φίλων]] τις, [[κάποιος]] από τους φίλους του, [[θεῶν]] τις, [[κάποιος]] από τους θεούς.<br /><b class="num">II.</b> Ειδικές χρήσεις·<br /><b class="num">1.</b> [[ένας]](από πολλούς), δηλ. οι πολλοί, [[ὧδε]] δέ τις εἴπεσκεν, έτσι είπαν οι άνδρες, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάθε]] ενδιαφερόμενος, [[καθένας]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τοὺς ξυμμάχους αὐτόν τινα κολάζειν</i>, ότι ο [[κάθε]] [[ένας]] άντρας πρέπει ο [[ίδιος]] να τιμωρεί τους συμμάχους του, σε Θουκ.· <i>ἄμεινόν τινος</i>, [[καλύτερος]] από οποιουσδήποτε άλλους, σε Δημ.· αυτό εκφράζεται πληρέστερα με την [[προσθήκη]] αντων., τις [[ἕκαστος]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· [[πᾶς]] τις, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[οὐδείς]] ή [[μηδείς]] τις, σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> με [[αναφορά]] σε κάποιο [[πρόσωπο]] το οποίο αποφεύγει [[κάποιος]] να ονομάσει, δώσει τις [[δίκην]], [[κάποιος]] που [[ξέρω]] θα υποφέρει, σε Αριστοφ.· επίσης, κατ' ευφημισμόν για κάποιο άσχημο [[πράγμα]], <i>ἤν τι ποιῶμεν</i>, <i>ἤν τι πάθωμεν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> αορίστως, όπου οι Γάλλοι χρησιμοποιούν το on και οι Άγγλοι το they, μισεῖ τις ἐκεῖνον, τον μισούν, σε Δημ.<br /><b class="num">5.</b> τις, <i>τι</i>, χρησιμ. εμφατικά για [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], [[κάποιος]] [[πολύ]] [[σημαντικός]], κάποιο εξαιρετικό [[πράγμα]], ηὔχεις τις [[εἶναι]], καυχιόσουν ότι ήσουν [[κάποιος]] [[μεγάλος]], σε Ευρ.· δοκοῦσι τινὲς [[εἶναι]], σε Δημ.· κἠγών τις [[φαίνομαι]] [[ἦμες]], κι εγώ επίσης [[φαίνομαι]] ότι είμαι [[κάποιος]], σε Θεόκρ.· ομοίως στο ουδ., οἴονταί τι [[εἶναι]], σε Πλάτ.· ομοίως, <i>λέγειν τι</i>, [[πλησιάζω]] στον στόχο· αντίθ. προς το <i>οὐδὲν λέγειν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">6.</b> εμφατικώς, ο [[άνθρωπος]] αντίθ. προς το [[κτήνος]], τις ἢ [[κύων]], σε Αριστοφ.· αντίστροφα, με [[σημασία]] περιφρόνησης, [[Θερσίτης]] τιςἦν, υπήρχε «[[ένας]]» [[Θερσίτης]], σε Σοφ.<br /><b class="num">7.</b> με κύρια ονόματα το τις σημαίνει [[κάποιος]] όμοιος, [[κάποιος]] [[τέτοιος]], όπως, ἤ τις [[Ἀπόλλων]] ἢ [[Πάν]], [[κάποιος]] Απόλλωνας ή Πάνας, σε Αισχύλ.· [[Ἀφροδίτη]] τις, σε Ευρ.<br /><b class="num">8.</b> με επίθ., η αντων. τις λαμβάνει περιοριστική [[σημασία]], ὥς τις [[θαρσαλέος]] [[ἐσσί]], κάπως [[θαρραλέος]], δηλ. [[πολύ]] [[θαρραλέος]], σε Ομήρ. Οδ.· [[δυσμαθής]] τις, [[τύπος]] ανθρώπου που δεν μαθαίνει εύκολα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">9.</b> με αριθμητικά, [[ἑπτά]] τινες, [[κάπου]] [[επτά]], [[περίπου]] [[επτά]], σε Θουκ.· <i>ἐς διακοσίους [[τινάς]]</i>, στον ίδ.· ομοίως και [[χωρίς]] αριθμητικό, <i>ἡμέρας [[τινάς]]</i>, μερικές ημέρες, δηλ. αρκετές, στον ίδ.· <i>ἐνιαυτόν τινα</i>, ένα [[έτος]] [[περίπου]], στον ίδ.· ομοίως, <i>οὐ πολλοί τινες</i>, <i>τινες οὐ πολλοί</i>, <i>ὀλίγοι τινές</i>, στον ίδ.· ομοίως επίσης, [[ὅσος]] τις [[χρυσός]], τέτοιο [[χρυσάφι]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">10.</b> με αντων. λέξεις, οἷός τις, τέτοιου είδους [[άνθρωπος]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ποῖός</i>και ὁποῖός τις, σε Σοφ., Ξεν. κ.λπ.· τις [[τοιόσδε]], σε Ηρόδ.· τοιοῦτός τις, σε Ξεν.· [[ὅταν]] δ' ὁ [[κύριος]] παρῇ τις, όταν το [[πρόσωπο]] που έχει την [[εξουσία]], [[οποιοσδήποτε]] κι αν είναι αυτός είναι [[παρών]], σε Σοφ.· στις αντιθετικές προτάσεις, ὁμέν τις..., <i>ὁ δέ..</i>., σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">11.</b> το ουδ. <i>τι</i> χρησιμοποιείται ως επίρρ., κάπως, σε κάποιο βαθμό, [[καθόλου]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">12.</b> ἤ τις ἢ [[οὐδείς]], λίγοι ή [[κανένας]], [[σχεδόν]] [[κανένας]], σε Ηρόδ.· ἤ τι ἢ [[οὐδέν]], λίγο ή [[τίποτα]], σε Πλάτ. <b>Β.</b> ερωτημ. αντων. τίς, τί· γεν. <i>τίνος</i>, Ιων. [[τέο]], [[τεῦ]], Αττ. <i>τοῦ</i>· δοτ. <i>τίνι</i>, Ιων. [[τέῳ]]· αιτ. [[τίνα]], ουδ. <i>τί</i>· πληθ. <i>τίνες</i>, [[τίνα]]· γεν. <i>τίνων</i>, Ιων. [[τέων]]· δοτ. <i>τίσι</i>, Ιων. [[τέοισι]], Αττ. <i>τοῖσι</i>· αιτ. <i>τίνας</i>, [[τίνα]]·<br /><b class="num">I.</b> στις ευθείες ερωτήσεις, [[ποιος]]; ποια; ουδ. ποιο; τι; Λατ. [[quis]], [[quae]], [[quid]]?σε Όμηρ. κ.λπ.· σε [[σχέση]] με άλλες ομοιόπτωτες λέξεις, τίς δ' [[οὗτος]] ἔρχεται; [[ποιος]] είσαι εσύ που έρχεσαι; σε Ομήρ. Ιλ.· τίν'ὄψιν σὴν [[προσδέρκομαι]]; τί [[πρόσωπο]] είναι αυτό που σε [[βλέπω]] να έχεις; σε Ευρ.· τίς ἄν ή <i>κεν</i>, με ευκτ. εκφράζει [[αμφιβολία]], [[ποιος]] θα μπορούσε; [[ποιος]] θα έκανε; σε Όμηρ.· στις διπλές ερωτήσεις, τί λαβόντα τί [[δεῖ]] ποιεῖν; τί έχει παραλάβει [[κάποιος]] και τί πρέπει [[κάποιος]] να κάνει; σε Δημ.· ομοίως, τίς [[πόθεν]] εἶς [[ἀνδρῶν]]; [[ποιος]] και από πού είσαι; σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> τίς μαζί με μόρια· τίς γάρ; Λατ. [[quisnam]]; [[ποιος]] [[τάχα]]; σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· τίς δή; [[ποιος]] [[τότε]]; σε Θέογν.· τίς [[δῆτα]]; σε Σοφ.· τίς ποτε; [[ποιος]] [[άραγε]]; σε Ξεν. <b>3. α)</b> το ουδ. <i>τί;</i> ως απλή [[ερώτηση]], όπως και [[σήμερα]], τί; σε Αισχύλ.· επίσης, [[γιατί]]; σε Ομήρ. Ιλ. <b>β)</b> <i>τί μοι; τί σοι;</i> τί είναι για εμένα; τί για εσένα; σε Σοφ. κ.λπ.· με γεν., <i>τί μοι ἔριδος;</i> τί [[σχέση]] έχω να κάνω με τον καβγά; σε Ομήρ. Ιλ.· τί ἐμοὶ καὶ [[σοί]]; τί (κοινό) υπάρχει [[μεταξύ]] εμένα και εσένα; τί έχω να κάνω με σένα; σε Καινή Διαθήκη <b>γ)</b> <i>τι</i> μαζί με μόρια· <i>τί γάρ;</i> [[γιατί]] όχι; πώς [[αλλιώς]]; Λατ. [[quid]] [[enim]]? [[quidni]]?δηλ. [[βεβαίως]], [[χωρίς]] [[αμφιβολία]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>τί δέ;</i> Λατ. [[quid]] [[vero]]? σε Πλάτ.· <i>τί δέ</i>, <i>εἰ..</i>., [[αλλά]] τί, εάν...; σε Ευρ.· τί δή; τί [[δήποτε]]; [[γιατί]] [[άραγε]]; [[γιατί]] [[λοιπόν]]; σε Πλάτ.· <i>τί μή;</i> [[γιατί]] όχι; Λατ. [[quidni]]? σε Τραγ.· τί [[μήν]]; δηλ. [[βεβαίως]], [[μάλιστα]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> η αντων. τίς χρησιμ. [[ενίοτε]] αντί [[ὅστις]] στις πλάγιες ερωτήσεις, ἠρώτα δή [[ἔπειτα]], τίς εἴη καὶ [[πόθεν]] ἔλθοι, σε Ομήρ. Οδ.· οὐκ [[ἔχω]] τί φῶ, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> τίς; τί; με μτχ. που ακολουθ. από ρημ. [[πρόταση]], σχηματίζει [[μία]] μόνο [[πρόταση]], ενώ στην αγγλική απαιτούνται [[δύο]] προτάσεις, [[εἴρετο]] τίνες ἐόντες προαγορεύουσι; ποιοι είναι και τί διακηρύσσουν; σε Ηρόδ.· καταμεμάθηκας τοὺς τί ποιοῦντας [[τοὔνομα]] τοῦτ' ἀποκαλοῦσιν; έχεις μάθει τί κάνουν εκείνοι τους οποίους αποκαλούν έτσι; σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> τίς; = [[ποῖος]]; σε Σοφ.<br /><b class="num">IV.</b> το <i>τί</i> [[ποτέ]] δεν εκθλίβεται· [[αλλά]] η [[χασμωδία]] επιτρέπεται στους Αττ.· τί [[οὖν]]; σε Αριστοφ.· <i>τί ἔστιν;</i> σε Σοφ.· <i>τί εἶπας;</i> στον ίδ.
|lsmtext='''τις:''' τι, αορ. αντων., [[οποιοσδήποτε]], οτιδήποτε, κλίνεται σε όλες τις πτώσεις· [[αλλά]], τίς;τί; ερωτημ. αντων. [[ποιος]]; τί; οξύτονη στην ονομ. ενικ., παροξύτονη στις άλλες πτώσεις.<br /><b class="num">Α.</b> αόρ. αντων., τις, τι· γεν. <i>τινος</i>, Ιων. [[τεο]], [[τευ]], Αττ. <i>του</i>· δοτ. <i>τινι</i>, Ιων. [[τεῳ]], Αττ. <i>τῳ</i>· αιτ. <i>τινα</i>, <i>τι</i>· δυϊκ. [[τινε]]· πληθ. <i>τινες</i>, ουδ. <i>τινα</i>· γεν. <i>τινων</i>, Ιων. <i>[[τεων]]</i>· δοτ. <i>τισι</i>, [[τισιν]]· αιτ. <i>τινας</i>, ουδ. <i>τινα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[οποιοσδήποτε]], οτιδήποτε, [[κάποιος]], [[κάτι]]· ως επίθ., [[κάποιος]], [[ένας]], χρησιμ. αντί του αορ. άρθρου, [[ένας]], [[μία]], ένα· στην [[περίπτωση]] αυτή συμφωνεί προς το ουσιαστικό του, [[φίλος]] τις, [[ένας]] [[φίλος]], [[θεός]] τις, [[ένας]] [[θεός]], δηλ. όχι [[άνθρωπος]]· με τη [[σημασία]] του «[[κάποιος]]» μπορεί να συνδυαστεί και με γεν. πληθ., [[φίλων]] τις, [[κάποιος]] από τους φίλους του, [[θεῶν]] τις, [[κάποιος]] από τους θεούς.<br /><b class="num">II.</b> Ειδικές χρήσεις·<br /><b class="num">1.</b> [[ένας]](από πολλούς), δηλ. οι πολλοί, [[ὧδε]] δέ τις εἴπεσκεν, έτσι είπαν οι άνδρες, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάθε]] ενδιαφερόμενος, [[καθένας]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τοὺς ξυμμάχους αὐτόν τινα κολάζειν</i>, ότι ο [[κάθε]] [[ένας]] άντρας πρέπει ο [[ίδιος]] να τιμωρεί τους συμμάχους του, σε Θουκ.· <i>ἄμεινόν τινος</i>, [[καλύτερος]] από οποιουσδήποτε άλλους, σε Δημ.· αυτό εκφράζεται πληρέστερα με την [[προσθήκη]] αντων., τις [[ἕκαστος]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· [[πᾶς]] τις, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[οὐδείς]] ή [[μηδείς]] τις, σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> με [[αναφορά]] σε κάποιο [[πρόσωπο]] το οποίο αποφεύγει [[κάποιος]] να ονομάσει, δώσει τις [[δίκην]], [[κάποιος]] που [[ξέρω]] θα υποφέρει, σε Αριστοφ.· επίσης, κατ' ευφημισμόν για κάποιο άσχημο [[πράγμα]], <i>ἤν τι ποιῶμεν</i>, <i>ἤν τι πάθωμεν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> αορίστως, όπου οι Γάλλοι χρησιμοποιούν το on και οι Άγγλοι το they, μισεῖ τις ἐκεῖνον, τον μισούν, σε Δημ.<br /><b class="num">5.</b> τις, <i>τι</i>, χρησιμ. εμφατικά για [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], [[κάποιος]] [[πολύ]] [[σημαντικός]], κάποιο εξαιρετικό [[πράγμα]], ηὔχεις τις [[εἶναι]], καυχιόσουν ότι ήσουν [[κάποιος]] [[μεγάλος]], σε Ευρ.· δοκοῦσι τινὲς [[εἶναι]], σε Δημ.· κἠγών τις [[φαίνομαι]] [[ἦμες]], κι εγώ επίσης [[φαίνομαι]] ότι είμαι [[κάποιος]], σε Θεόκρ.· ομοίως στο ουδ., οἴονταί τι [[εἶναι]], σε Πλάτ.· ομοίως, <i>λέγειν τι</i>, [[πλησιάζω]] στον στόχο· αντίθ. προς το <i>οὐδὲν λέγειν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">6.</b> εμφατικώς, ο [[άνθρωπος]] αντίθ. προς το [[κτήνος]], τις ἢ [[κύων]], σε Αριστοφ.· αντίστροφα, με [[σημασία]] περιφρόνησης, [[Θερσίτης]] τιςἦν, υπήρχε «[[ένας]]» [[Θερσίτης]], σε Σοφ.<br /><b class="num">7.</b> με κύρια ονόματα το τις σημαίνει [[κάποιος]] όμοιος, [[κάποιος]] [[τέτοιος]], όπως, ἤ τις [[Ἀπόλλων]] ἢ [[Πάν]], [[κάποιος]] Απόλλωνας ή Πάνας, σε Αισχύλ.· [[Ἀφροδίτη]] τις, σε Ευρ.<br /><b class="num">8.</b> με επίθ., η αντων. τις λαμβάνει περιοριστική [[σημασία]], ὥς τις [[θαρσαλέος]] [[ἐσσί]], κάπως [[θαρραλέος]], δηλ. [[πολύ]] [[θαρραλέος]], σε Ομήρ. Οδ.· [[δυσμαθής]] τις, [[τύπος]] ανθρώπου που δεν μαθαίνει εύκολα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">9.</b> με αριθμητικά, [[ἑπτά]] τινες, [[κάπου]] [[επτά]], [[περίπου]] [[επτά]], σε Θουκ.· <i>ἐς διακοσίους [[τινάς]]</i>, στον ίδ.· ομοίως και [[χωρίς]] αριθμητικό, <i>ἡμέρας [[τινάς]]</i>, μερικές ημέρες, δηλ. αρκετές, στον ίδ.· <i>ἐνιαυτόν τινα</i>, ένα [[έτος]] [[περίπου]], στον ίδ.· ομοίως, <i>οὐ πολλοί τινες</i>, <i>τινες οὐ πολλοί</i>, <i>ὀλίγοι τινές</i>, στον ίδ.· ομοίως επίσης, [[ὅσος]] τις [[χρυσός]], τέτοιο [[χρυσάφι]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">10.</b> με αντων. λέξεις, οἷός τις, τέτοιου είδους [[άνθρωπος]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ποῖός</i>και ὁποῖός τις, σε Σοφ., Ξεν. κ.λπ.· τις [[τοιόσδε]], σε Ηρόδ.· τοιοῦτός τις, σε Ξεν.· [[ὅταν]] δ' ὁ [[κύριος]] παρῇ τις, όταν το [[πρόσωπο]] που έχει την [[εξουσία]], [[οποιοσδήποτε]] κι αν είναι αυτός είναι [[παρών]], σε Σοφ.· στις αντιθετικές προτάσεις, ὁμέν τις..., <i>ὁ δέ..</i>., σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">11.</b> το ουδ. <i>τι</i> χρησιμοποιείται ως επίρρ., κάπως, σε κάποιο βαθμό, [[καθόλου]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">12.</b> ἤ τις ἢ [[οὐδείς]], λίγοι ή [[κανένας]], [[σχεδόν]] [[κανένας]], σε Ηρόδ.· ἤ τι ἢ [[οὐδέν]], λίγο ή [[τίποτα]], σε Πλάτ. <b>Β.</b> ερωτημ. αντων. τίς, τί· γεν. <i>τίνος</i>, Ιων. [[τέο]], [[τεῦ]], Αττ. <i>τοῦ</i>· δοτ. <i>τίνι</i>, Ιων. [[τέῳ]]· αιτ. [[τίνα]], ουδ. <i>τί</i>· πληθ. <i>τίνες</i>, [[τίνα]]· γεν. <i>τίνων</i>, Ιων. [[τέων]]· δοτ. <i>τίσι</i>, Ιων. [[τέοισι]], Αττ. <i>τοῖσι</i>· αιτ. <i>τίνας</i>, [[τίνα]]·<br /><b class="num">I.</b> στις ευθείες ερωτήσεις, [[ποιος]]; ποια; ουδ. ποιο; τι; Λατ. [[quis]], [[quae]], [[quid]]?σε Όμηρ. κ.λπ.· σε [[σχέση]] με άλλες ομοιόπτωτες λέξεις, τίς δ' [[οὗτος]] ἔρχεται; [[ποιος]] είσαι εσύ που έρχεσαι; σε Ομήρ. Ιλ.· τίν'ὄψιν σὴν [[προσδέρκομαι]]; τί [[πρόσωπο]] είναι αυτό που σε [[βλέπω]] να έχεις; σε Ευρ.· τίς ἄν ή <i>κεν</i>, με ευκτ. εκφράζει [[αμφιβολία]], [[ποιος]] θα μπορούσε; [[ποιος]] θα έκανε; σε Όμηρ.· στις διπλές ερωτήσεις, τί λαβόντα τί [[δεῖ]] ποιεῖν; τί έχει παραλάβει [[κάποιος]] και τί πρέπει [[κάποιος]] να κάνει; σε Δημ.· ομοίως, τίς [[πόθεν]] εἶς [[ἀνδρῶν]]; [[ποιος]] και από πού είσαι; σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> τίς μαζί με μόρια· τίς γάρ; Λατ. [[quisnam]]; [[ποιος]] [[τάχα]]; σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· τίς δή; [[ποιος]] [[τότε]]; σε Θέογν.· τίς [[δῆτα]]; σε Σοφ.· τίς ποτε; [[ποιος]] [[άραγε]]; σε Ξεν. <b>3. α)</b> το ουδ. <i>τί;</i> ως απλή [[ερώτηση]], όπως και [[σήμερα]], τί; σε Αισχύλ.· επίσης, [[γιατί]]; σε Ομήρ. Ιλ. <b>β)</b> <i>τί μοι; τί σοι;</i> τί είναι για εμένα; τί για εσένα; σε Σοφ. κ.λπ.· με γεν., <i>τί μοι ἔριδος;</i> τί [[σχέση]] έχω να κάνω με τον καβγά; σε Ομήρ. Ιλ.· τί ἐμοὶ καὶ [[σοί]]; τί (κοινό) υπάρχει [[μεταξύ]] εμένα και εσένα; τί έχω να κάνω με σένα; σε Καινή Διαθήκη <b>γ)</b> <i>τι</i> μαζί με μόρια· <i>τί γάρ;</i> [[γιατί]] όχι; πώς [[αλλιώς]]; Λατ. [[quid]] [[enim]]? [[quidni]]?δηλ. [[βεβαίως]], [[χωρίς]] [[αμφιβολία]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>τί δέ;</i> Λατ. [[quid]] [[vero]]? σε Πλάτ.· <i>τί δέ</i>, <i>εἰ..</i>., [[αλλά]] τί, εάν...; σε Ευρ.· τί δή; τί [[δήποτε]]; [[γιατί]] [[άραγε]]; [[γιατί]] [[λοιπόν]]; σε Πλάτ.· <i>τί μή;</i> [[γιατί]] όχι; Λατ. [[quidni]]? σε Τραγ.· τί [[μήν]]; δηλ. [[βεβαίως]], [[μάλιστα]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> η αντων. τίς χρησιμ. [[ενίοτε]] αντί [[ὅστις]] στις πλάγιες ερωτήσεις, ἠρώτα δή [[ἔπειτα]], τίς εἴη καὶ [[πόθεν]] ἔλθοι, σε Ομήρ. Οδ.· οὐκ [[ἔχω]] τί φῶ, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> τίς; τί; με μτχ. που ακολουθ. από ρημ. [[πρόταση]], σχηματίζει [[μία]] μόνο [[πρόταση]], ενώ στην αγγλική απαιτούνται [[δύο]] προτάσεις, [[εἴρετο]] τίνες ἐόντες προαγορεύουσι; ποιοι είναι και τί διακηρύσσουν; σε Ηρόδ.· καταμεμάθηκας τοὺς τί ποιοῦντας [[τοὔνομα]] τοῦτ' ἀποκαλοῦσιν; έχεις μάθει τί κάνουν εκείνοι τους οποίους αποκαλούν έτσι; σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> τίς; = [[ποῖος]]; σε Σοφ.<br /><b class="num">IV.</b> το <i>τί</i> [[ποτέ]] δεν εκθλίβεται· [[αλλά]] η [[χασμωδία]] επιτρέπεται στους Αττ.· τί [[οὖν]]; σε Αριστοφ.· <i>τί ἔστιν;</i> σε Σοφ.· <i>τί εἶπας;</i> στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> Indef. Pron. any one, any [[thing]], [[some]] one, [[some]] [[thing]]; and as adj. any, [[some]], and serving as the Indef. Art. a, an: in the [[latter]] [[case]] it agrees with its Subst., [[φίλος]] τις a [[friend]], [[θεός]] τις a god, i. e. not a man; in the [[former]] it is followed by gen. pl., [[φίλων]] τις one of thy friends, [[θεῶν]] τις one of the gods.<br /><b class="num">II.</b> [[special]] usages:<br /><b class="num">1.</b> [[some]] one (of [[many]]), i. e. [[many]] a one, ὧδε δέ τις εἴπεσκεν so men said, Hom.<br /><b class="num">2.</b> any one concerned, [[each]] one, Il.; τοὺς ξυμμάχους αὐτόν τινα κολάζειν that [[every]] man should [[himself]] [[chastise]] his own allies, Thuc.; ἄμεινόν τινος [[better]] [[than]] any others, Dem.:—[[this]] is [[more]] [[fully]] expressed by adding [[other]] pronominal words, τις [[ἕκαστος]] Od., etc.; πᾶς τις Hdt., etc.; [[οὐδείς]] or [[μηδείς]] τις Eur., Xen.<br /><b class="num">3.</b> in [[reference]] to a [[person]], whom one avoids naming, δώσει τις [[δίκην]] [[some]] one I [[know]] [[will]] [[suffer]], Ar.; so euphem. for [[something]] bad, ἤν τι ποιῶμεν, ἤν τι πάθωμεν Thuc.<br /><b class="num">4.</b> [[indefinitely]], [[where]] we say they, French on, μισεῖ τις ἐκεῖνον they [[hate]] him, Dem.<br /><b class="num">5.</b> τις, τι, emphat. of a [[person]] or [[thing]], [[some]] [[great]] one, [[some]] [[great]] [[thing]], ηὔχεις τις [[εἶναι]] you boasted that you were [[somebody]], Eur.; δοκοῦσι τινὲς [[εἶναι]] Dem.; κἠγών τις φαίνομαι [[ἦμες]] I too [[seem]] to be [[somebody]], Theocr.; so in neut., οἴονταί τι [[εἶναι]] Plat.; so, λέγειν τι to be near the [[mark]], opp. to οὐδὲν λέγειν, Plat.<br /><b class="num">6.</b> emphat. a man, opp. to a [[brute]], τις ἢ [[κύων]] Ar.: [[reversely]], with [[sense]] of [[contempt]], [[Θερσίτης]] τις ἦν [[there]] was one [[Thersites]], Soph.<br /><b class="num">7.</b> with [[prop]]. names τις [[commonly]] signifies one of the [[same]] [[sort]], as, ἤ τις [[Ἀπόλλων]] ἢ Πάν [[either]] an [[Apollo]] or a Pan, Aesch.; [[Ἀφροδίτη]] τις Eur.<br /><b class="num">8.</b> with Adjs. τις takes a restrictive [[sense]], ὥς τις [[θαρσαλέος]] ἐσσι a [[bold]] [[kind]] of [[fellow]], i. e. [[very]] [[bold]], Od.; [[δυσμαθής]] τις a [[dull]] [[sort]] of [[person]], Plat.<br /><b class="num">9.</b> with numerals, [[ἑπτά]] τινες [[some]] [[seven]], [[seven]] or so, Thuc.; ἐς διακοσίους τινάς Thuc.; so without [[numeral]], ἡμέρας τινάς [[some]] days, i. e. [[several]], Thuc.; ἐνιαυτόν τινα a [[year]] or so, Thuc.; so, οὐ πολλοί τινες, τινες οὐ πολλοί, ὀλίγοι τινές Thuc.:—so also [[ὅσος]] τις [[χρυσός]] [[what]] a [[store]] of [[gold]], Od.<br />with Pronominal words, οἷός τις [[what]] [[sort]] of a man, Il.; ποῖός and ὁποῖός τις Soph., Xen., etc.; τις [[τοιόσδε]] Hdt.; τοιοῦτός τις Xen.:— [[ὅταν]] δ' ὁ [[κύριος]] παρῇ τις [[when]] the [[lord]], [[whoever]] he be, is [[here]], Soph.:—in opposed clauses, ὁ μέν τις . . , ὁ δὲ . . Eur., Plat., etc.<br />11. the neut. τι is used as adv. [[somewhat]], in any [[degree]], at all, Il., etc.<br />12. ἤ τις ἢ [[οὐδείς]] few or [[none]], [[next]] to [[none]], Hdt.; ἤ τι ἢ [[οὐδέν]] [[little]] or [[nothing]], Plat.
}}
}}