Anonymous

τραπεζεύς: Difference between revisions

From LSJ
6
(41)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br /><b>1.</b> (στον Όμ.) ([[κυρίως]] με σημ. επιθ.) αυτός που ανήκει στην [[τράπεζα]], στο [[τραπέζι]] («τραπεζῆες κύνες» — τα σκυλιά που τρέφονταν από το [[τραπέζι]], από τα φαγητά τών κυρίων τους, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ομοτράπεζος]], [[σύνδειπνος]]<br /><b>3.</b> αυτός που ζει εις [[βάρος]] άλλου απομυζώντας τον, [[παράσιτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χυτρ</i>-<i>εύς</i>)].
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br /><b>1.</b> (στον Όμ.) ([[κυρίως]] με σημ. επιθ.) αυτός που ανήκει στην [[τράπεζα]], στο [[τραπέζι]] («τραπεζῆες κύνες» — τα σκυλιά που τρέφονταν από το [[τραπέζι]], από τα φαγητά τών κυρίων τους, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ομοτράπεζος]], [[σύνδειπνος]]<br /><b>3.</b> αυτός που ζει εις [[βάρος]] άλλου απομυζώντας τον, [[παράσιτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χυτρ</i>-<i>εύς</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρᾰπεζεύς:''' -έως, ὁ, αυτός που βρίσκεται κοντά στο [[τραπέζι]] ή αυτός που ανήκει σε αυτό, <i>κύνες τραπεζῆες</i> (Ιων. αντί <i>τραπεζεῖς</i>), οι σκύλοι που τρέφονται από το [[τραπέζι]] του κυρίου τους, σε Όμηρ.
}}
}}