Anonymous

ταυροφάγος: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Βάκχου) αυτός που τρώει ταύρο<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (στον <b>Αριστοφ.</b>) [[κωμικός]] [[χαρακτηρισμός]] του Κρατίνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]]].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Βάκχου) αυτός που τρώει ταύρο<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (στον <b>Αριστοφ.</b>) [[κωμικός]] [[χαρακτηρισμός]] του Κρατίνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ταυροφάγος:''' [ᾰ], -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει ταύρο, σε Αριστοφ.
}}
}}