3,274,418
edits
(41) |
(6) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[έκταση]] γης, [[μέρος]] (α. «[[τόπος]] προορισμού» β. «ὁ [[τόπος]] [[οὗτος]] [[Ἀρμενία]] καλεῑται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> ορισμένη εδαφική [[περιοχή]], συγκεκριμένη [[θέση]] (α. «ο [[τόπος]] του μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ [[τόπος]] [[ὅπου]] ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> ο [[χώρος]] που καταλαμβάνει ένα [[αντικείμενο]], η [[θέση]] (α. «[[κάθε]] [[πράγμα]] στον [[τόπο]] του» β. «οὐ τὸν τρόπον ἀλλὰ τὸν τόπον μόνον μεταλλάξαι», Αισχίν.)<br /><b>4.</b> [[χωρίο]] συγγραφέα («κατὰ τόπους τινὰς τῆς ἱστορίας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «στον [[τόπο]] μου [σου, του]», «εἰς τὸν τόπον τινός» — σε [[αντικατάσταση]], σε [[αναπλήρωση]]<br />β) «[[δίνω]] [[τόπο]] στην [[οργή]]», «τόπον [[δίδωμι]] τῇ ὀργῇ» — [[αφήνω]] την [[οργή]] να περάσει, [[συγκρατώ]] τον θυμό μου<br />γ) «επί τόπου» και «επιτόπου», «ἐπὶ τόπου» — επιτοπίως, με προσωπική [[παρουσία]] σε κάποιο [[μέρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[μέρος]] από όπου κατάγεται [[κάποιος]], η [[πατρίδα]] («στον [[τόπο]] μας δεν έχουμε τέτοιες συνήθειες»)<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> α) [[σύνολο]] σημείων που έχουν μια ορισμένη [[κοινή]] [[ιδιότητα]]<br />β) [[κάθε]] κλειστό και συνεκτικό [[σύνολο]] σημείων του R<sup>v</sup><br /><b>3.</b> <b>βιολ.</b> το ορισμένο [[τμήμα]] χρωματοσώματος στο οποίο βρίσκεται [[πάντα]] το ίδιο [[είδος]] γονιδίων<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κατά]] τόπους» ή «τόπους τόπους» — [[κατά]] περιοχές ή θέσεις<br />β) «έμεινε στον [[τόπο]]» — ο θάνατός του ήταν [[ακαριαίος]]<br />γ) «[[αφήνω]] στον [[τόπο]]» — [[προκαλώ]] ακαριαίο θάνατο<br />δ) «[[πιάνω]] [[τόπο]]» — [[τελεσφορώ]], [[αποδίδω]], έχω [[αποτέλεσμα]]<br />ε) «[[κοινός]] [[τόπος]]»<br />i) (στη [[φιλολογία]]) χαρακτηριστικό, [[λέξη]], [[φράση]] ή [[φαινόμενο]], που εμφανίζεται σε δύο ή περισσότερες γλώσσες ή περιόδους της ίδιας γλώσσας<br />ii) [[κάτι]] υπερβολικά συνηθισμένο και χρησιμοποιημένο, [[κοινοτοπία]]<br />στ) «Κρανίου [[τόπος]]» — ο Γολγοθάς<br />ζ) «οι [[κατά]] τόπους αρχές» — οι τοπικές αρχές<br />η) «[[γεωμετρικός]] [[τόπος]]» ή, [[απλώς]], «[[τόπος]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[σύνολο]] σημείων που έχουν ορισμένες κοινές ιδιότητες, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] [[κάθε]] [[άλλο]] [[σημείο]] του χώρου<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[κάθε]] [[τόπος]] και [[ζακόνι]], [[κάθε]] [[μαχαλάς]] και [[τάξη]]» ή «τόπου [[συνήθεια]], νόμου [[κεφάλαιο]]» ή «άλλοι τόποι άλλοι άνθρωποι» — τα ήθη και τα έθιμα διαφέρουν από τον έναν [[τόπο]] στον [[άλλο]]<br />β) «[[παπούτσι]] από τον [[τόπο]] σου κι ας είν' και μπαλωμένο»<br />(σχετικά με [[επιλογή]] συζύγου) [[είναι]] [[προτιμότερος]] [[κάποιος]] [[συντοπίτης]], [[έστω]] και αν μειονεκτεί σε [[κάτι]], από [[άτομο]] που κατάγεται από [[ξένο]] [[μέρος]]<br />γ) «[[χέρι]] που δεν πάρει [[τόπος]] δεν αδειάζει» — [[τίποτε]] δεν μπορεί να λείψει αν δεν το πάρει [[κάποιος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «Άγιοι Τόποι» — οι τοποθεσίες της Παλαιστίνης και τα προσκυνήματα, όπου διαδραματίστηκαν τα γεγονότα του βίου του Χριστού, όπως αναφέρονται στην ΚΔ<br />(μσν.- αρχ.)<br /><b>1.</b> [[αγρός]], [[αγρόκτημα]] («[[οἰκία]] καὶ τόποι», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[χώρος]] ταφής, κοιμητήριο<br /><b>3.</b> [[θέμα]], [[ζήτημα]] («περὶ πίστεως καὶ μετανοίας [[πάντα]] τόπον ἐψηλαφήσαμεν», Ωριγ.)<br /><b>4.</b> [[ευκαιρία]], [[περίσταση]] («μετανοίας τόπον οὐχ εὗρε», ΠΔ)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἐν τόπῳ» — [[αμέσως]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην Αίγυπτο) διοικητική [[υποδιαίρεση]] νομού, [[τοπαρχία]]<br /><b>2.</b> [[διαμέρισμα]] οικίας, [[δωμάτιο]]<br /><b>3.</b> [[σημείο]] του σώματος («Περὶ τῶν πεπονθότων τόπων», «Περὶ συνθέσεως φαρμάκων τῶν κατὰ τόπους» — τίτλοι ἔργων του Γαληνού)<br /><b>4.</b> το [[αιδοίο]]<br /><b>5.</b> [[υπόθεση]] για [[συζήτηση]] («ἵνα μηδεὶς αὐτῷ [[τόπος]] [[ἀσυκοφάντητος]] παραλείπηται», Αισχίν.)<br /><b>6.</b> [[αρχή]], [[βάση]], [[στοιχείο]] από όπου ο [[ρήτορας]] αντλεί τα επιχειρήματά του («στοιχεῑον δὲ [[λέγω]] καὶ τόπον ἐνθυμήματος τὸ αὐτό», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> (στον <b>Αριστοτ.</b>) καθεμιά από τις [[τρεις]] περιοχές στις οποίες διαιρείται το [[σύμπαν]]<br /><b>8.</b> <b>αστρολ.</b> α) [[σημείο]] του ζωδιακού κύκλου<br />β) η δωδέκατη [[περιοχή]] τών 30°<br /><b>9.</b> ο [[θεός]] («αὐτὸς ὁ θεὸς καλεῑται [[τόπος]], τῷ περιέχειν ὅλα», Φίλ.)<br /><b>10.</b> <b>μτφ.</b> [[σφαίρα]], [[περιοχή]], [[χώρος]] («ὁ πραγματικὸς [[τόπος]]», Διον. Αλ.)<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[παρά]] τόπον» — σε [[τόπο]] που δεν ταιριάζει (<b>Στράβ.</b>)<br />β) «[[παρά]] τόπον καὶ καιρόν» — λόγω της τοποθεσίας και του χρόνου <b>(Αρρ.)</b><br />γ) «[[ἅγιος]] [[τόπος]]»<br />i) [[μνημείο]] μάρτυρα<br />ii) [[μοναστήρι]] στο οποίο έζησε [[κάποιος]] [[μάρτυρας]] <b>πάπ.</b><br />δ) «ψιλὸς [[τόπος]]» — [[τοποθεσία]] στην οποία δεν υπάρχει [[κτίσμα]] (<b>επιγρ.</b> Πτολεμ.)<br />ε) «κοινοὶ τόποι» — δημόσιες εκτάσεις ή δημόσιες οικοδομές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. του καθημερινού λεξιλογίου, αβέβαιης ετυμολ., η οποία χρησιμοποιήθηκε και ως όρος της ιατρικής και της ρητορικής. Οι συνδέσεις της λ. [[τόπος]] με τ. όπως: το λιθουαν. <i>tenku</i>, <i>tekti</i> «[[εκτείνω]], εξαπλώνομαι», το αγγλοσαξον. <i>patian</i> «[[δίνω]], [[επιτρέπω]], [[υπομένω]]», το λιθουαν. <i>tampu</i>, <i>tapti</i> «[[γίνομαι]], γεννιέμαι, ή το αρχ. σλαβ. <i>tepo</i>, <i>teti</i> «[[χτυπώ]]» δεν θεωρούνται πιθανές.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[τοπικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τοπίζω]], [[τοπίτης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>τοπίον</i><br /><b>μσν.</b><br />[[τοπώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τοπιάτικο]], [[τοπώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α΄ συνθετικό) [[τοπογράφος]], [[τοποθετώ]], [[τοπομαχώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τοπογραμματεύς]], [[τοποδυνάστης]], [[τοποκράτωρ]], [[τοποφύλαξ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[τοποκρατώ]], [[τοποτηρώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τοποποιός]], [[τοποχωρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τοπολογία]], [[τοπομετεωρολογία]], [[τοπομετρία]], [[τοπομετρογράφος]], [[τοπότυπος]], [[τοποφοβία]], [[τοποφυλαξία]], [[τοπωνυμία]], [[τοπωνύμιο]]. (Β' συνθετικό) [[άτοπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[έκτοπος]], [[έντοπος]], <i>επίτοπος</i>, [[ιδιότοπος]], [[μικρότοπος]], [[σύντοπος]], [[υπότοπος]], [[ψιλότοπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγκαθότοπος]], [[αγκιναρότοπος]], [[αγριότοπος]], [[αερότοπος]], [[αλωνότοπος]], [[αμμότοπος]], [[αμπελότοπος]], [[αμυγδαλότοπος]], [[ανθότοπος]], <i>αρρωστότοπος</i>, [[βαλτότοπος]], <i>βαρβαρότοπος</i>, <i>βοσκότοπος</i>, [[βουρκότοπος]], [[βραχότοπος]], <i>βροχότοπος</i>, [[γιδότοπος]], [[γρασιδότοπος]], [[δασότοπος]], <i>δενδρότοπος</i>, [[ελαιότοπος]], [[ερημότοπος]], [[ζεστότοπος]], <i>θαμνότοπος</i>, <i>κακότοπος</i>, [[καπνότοπος]], [[καστανότοπος]], [[καστρότοπος]], [[κλεφτότοπος]], <i>κοινότοπος</i>, [[κοχλιότοπος]], <i>κρυότοπος</i>, [[κυνηγότοπος]], [[λαγκαδότοπος]], [[λιβαδότοπος]], <i>μαγαζότοπος</i>, <i>μανιταρότοπος</i>, <i>νερότοπος</i>, [[ξερότοπος]], <i>παγότοπος</i>, <i>παλιότοπος</i>, <i>πετροκότοπος</i>, <i>πευκότοπος</i>, [[πλατανότοπος]], <i>πλουσιότοπος</i>, [[πρασότοπος]], <i>ρηχότοπος</i>, [[ροδότοπος]], <i>σ</i>(<i>ι</i>)<i>ταρότοπος</i>, [[σπιτότοπος]], <i>φιντανότοπος</i>, <i>φτενότοπος</i>, <i>φτωχότοπος</i>, [[χερσότοπος]], [[χιονότοπος]], [[χορταρότοπος]], [[χωματότοπος]], [[ψαρότοπος]]]. | |mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[έκταση]] γης, [[μέρος]] (α. «[[τόπος]] προορισμού» β. «ὁ [[τόπος]] [[οὗτος]] [[Ἀρμενία]] καλεῑται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> ορισμένη εδαφική [[περιοχή]], συγκεκριμένη [[θέση]] (α. «ο [[τόπος]] του μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ [[τόπος]] [[ὅπου]] ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> ο [[χώρος]] που καταλαμβάνει ένα [[αντικείμενο]], η [[θέση]] (α. «[[κάθε]] [[πράγμα]] στον [[τόπο]] του» β. «οὐ τὸν τρόπον ἀλλὰ τὸν τόπον μόνον μεταλλάξαι», Αισχίν.)<br /><b>4.</b> [[χωρίο]] συγγραφέα («κατὰ τόπους τινὰς τῆς ἱστορίας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «στον [[τόπο]] μου [σου, του]», «εἰς τὸν τόπον τινός» — σε [[αντικατάσταση]], σε [[αναπλήρωση]]<br />β) «[[δίνω]] [[τόπο]] στην [[οργή]]», «τόπον [[δίδωμι]] τῇ ὀργῇ» — [[αφήνω]] την [[οργή]] να περάσει, [[συγκρατώ]] τον θυμό μου<br />γ) «επί τόπου» και «επιτόπου», «ἐπὶ τόπου» — επιτοπίως, με προσωπική [[παρουσία]] σε κάποιο [[μέρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[μέρος]] από όπου κατάγεται [[κάποιος]], η [[πατρίδα]] («στον [[τόπο]] μας δεν έχουμε τέτοιες συνήθειες»)<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> α) [[σύνολο]] σημείων που έχουν μια ορισμένη [[κοινή]] [[ιδιότητα]]<br />β) [[κάθε]] κλειστό και συνεκτικό [[σύνολο]] σημείων του R<sup>v</sup><br /><b>3.</b> <b>βιολ.</b> το ορισμένο [[τμήμα]] χρωματοσώματος στο οποίο βρίσκεται [[πάντα]] το ίδιο [[είδος]] γονιδίων<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κατά]] τόπους» ή «τόπους τόπους» — [[κατά]] περιοχές ή θέσεις<br />β) «έμεινε στον [[τόπο]]» — ο θάνατός του ήταν [[ακαριαίος]]<br />γ) «[[αφήνω]] στον [[τόπο]]» — [[προκαλώ]] ακαριαίο θάνατο<br />δ) «[[πιάνω]] [[τόπο]]» — [[τελεσφορώ]], [[αποδίδω]], έχω [[αποτέλεσμα]]<br />ε) «[[κοινός]] [[τόπος]]»<br />i) (στη [[φιλολογία]]) χαρακτηριστικό, [[λέξη]], [[φράση]] ή [[φαινόμενο]], που εμφανίζεται σε δύο ή περισσότερες γλώσσες ή περιόδους της ίδιας γλώσσας<br />ii) [[κάτι]] υπερβολικά συνηθισμένο και χρησιμοποιημένο, [[κοινοτοπία]]<br />στ) «Κρανίου [[τόπος]]» — ο Γολγοθάς<br />ζ) «οι [[κατά]] τόπους αρχές» — οι τοπικές αρχές<br />η) «[[γεωμετρικός]] [[τόπος]]» ή, [[απλώς]], «[[τόπος]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[σύνολο]] σημείων που έχουν ορισμένες κοινές ιδιότητες, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] [[κάθε]] [[άλλο]] [[σημείο]] του χώρου<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[κάθε]] [[τόπος]] και [[ζακόνι]], [[κάθε]] [[μαχαλάς]] και [[τάξη]]» ή «τόπου [[συνήθεια]], νόμου [[κεφάλαιο]]» ή «άλλοι τόποι άλλοι άνθρωποι» — τα ήθη και τα έθιμα διαφέρουν από τον έναν [[τόπο]] στον [[άλλο]]<br />β) «[[παπούτσι]] από τον [[τόπο]] σου κι ας είν' και μπαλωμένο»<br />(σχετικά με [[επιλογή]] συζύγου) [[είναι]] [[προτιμότερος]] [[κάποιος]] [[συντοπίτης]], [[έστω]] και αν μειονεκτεί σε [[κάτι]], από [[άτομο]] που κατάγεται από [[ξένο]] [[μέρος]]<br />γ) «[[χέρι]] που δεν πάρει [[τόπος]] δεν αδειάζει» — [[τίποτε]] δεν μπορεί να λείψει αν δεν το πάρει [[κάποιος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «Άγιοι Τόποι» — οι τοποθεσίες της Παλαιστίνης και τα προσκυνήματα, όπου διαδραματίστηκαν τα γεγονότα του βίου του Χριστού, όπως αναφέρονται στην ΚΔ<br />(μσν.- αρχ.)<br /><b>1.</b> [[αγρός]], [[αγρόκτημα]] («[[οἰκία]] καὶ τόποι», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[χώρος]] ταφής, κοιμητήριο<br /><b>3.</b> [[θέμα]], [[ζήτημα]] («περὶ πίστεως καὶ μετανοίας [[πάντα]] τόπον ἐψηλαφήσαμεν», Ωριγ.)<br /><b>4.</b> [[ευκαιρία]], [[περίσταση]] («μετανοίας τόπον οὐχ εὗρε», ΠΔ)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἐν τόπῳ» — [[αμέσως]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην Αίγυπτο) διοικητική [[υποδιαίρεση]] νομού, [[τοπαρχία]]<br /><b>2.</b> [[διαμέρισμα]] οικίας, [[δωμάτιο]]<br /><b>3.</b> [[σημείο]] του σώματος («Περὶ τῶν πεπονθότων τόπων», «Περὶ συνθέσεως φαρμάκων τῶν κατὰ τόπους» — τίτλοι ἔργων του Γαληνού)<br /><b>4.</b> το [[αιδοίο]]<br /><b>5.</b> [[υπόθεση]] για [[συζήτηση]] («ἵνα μηδεὶς αὐτῷ [[τόπος]] [[ἀσυκοφάντητος]] παραλείπηται», Αισχίν.)<br /><b>6.</b> [[αρχή]], [[βάση]], [[στοιχείο]] από όπου ο [[ρήτορας]] αντλεί τα επιχειρήματά του («στοιχεῑον δὲ [[λέγω]] καὶ τόπον ἐνθυμήματος τὸ αὐτό», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> (στον <b>Αριστοτ.</b>) καθεμιά από τις [[τρεις]] περιοχές στις οποίες διαιρείται το [[σύμπαν]]<br /><b>8.</b> <b>αστρολ.</b> α) [[σημείο]] του ζωδιακού κύκλου<br />β) η δωδέκατη [[περιοχή]] τών 30°<br /><b>9.</b> ο [[θεός]] («αὐτὸς ὁ θεὸς καλεῑται [[τόπος]], τῷ περιέχειν ὅλα», Φίλ.)<br /><b>10.</b> <b>μτφ.</b> [[σφαίρα]], [[περιοχή]], [[χώρος]] («ὁ πραγματικὸς [[τόπος]]», Διον. Αλ.)<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[παρά]] τόπον» — σε [[τόπο]] που δεν ταιριάζει (<b>Στράβ.</b>)<br />β) «[[παρά]] τόπον καὶ καιρόν» — λόγω της τοποθεσίας και του χρόνου <b>(Αρρ.)</b><br />γ) «[[ἅγιος]] [[τόπος]]»<br />i) [[μνημείο]] μάρτυρα<br />ii) [[μοναστήρι]] στο οποίο έζησε [[κάποιος]] [[μάρτυρας]] <b>πάπ.</b><br />δ) «ψιλὸς [[τόπος]]» — [[τοποθεσία]] στην οποία δεν υπάρχει [[κτίσμα]] (<b>επιγρ.</b> Πτολεμ.)<br />ε) «κοινοὶ τόποι» — δημόσιες εκτάσεις ή δημόσιες οικοδομές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. του καθημερινού λεξιλογίου, αβέβαιης ετυμολ., η οποία χρησιμοποιήθηκε και ως όρος της ιατρικής και της ρητορικής. Οι συνδέσεις της λ. [[τόπος]] με τ. όπως: το λιθουαν. <i>tenku</i>, <i>tekti</i> «[[εκτείνω]], εξαπλώνομαι», το αγγλοσαξον. <i>patian</i> «[[δίνω]], [[επιτρέπω]], [[υπομένω]]», το λιθουαν. <i>tampu</i>, <i>tapti</i> «[[γίνομαι]], γεννιέμαι, ή το αρχ. σλαβ. <i>tepo</i>, <i>teti</i> «[[χτυπώ]]» δεν θεωρούνται πιθανές.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[τοπικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τοπίζω]], [[τοπίτης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>τοπίον</i><br /><b>μσν.</b><br />[[τοπώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τοπιάτικο]], [[τοπώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α΄ συνθετικό) [[τοπογράφος]], [[τοποθετώ]], [[τοπομαχώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τοπογραμματεύς]], [[τοποδυνάστης]], [[τοποκράτωρ]], [[τοποφύλαξ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[τοποκρατώ]], [[τοποτηρώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τοποποιός]], [[τοποχωρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τοπολογία]], [[τοπομετεωρολογία]], [[τοπομετρία]], [[τοπομετρογράφος]], [[τοπότυπος]], [[τοποφοβία]], [[τοποφυλαξία]], [[τοπωνυμία]], [[τοπωνύμιο]]. (Β' συνθετικό) [[άτοπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[έκτοπος]], [[έντοπος]], <i>επίτοπος</i>, [[ιδιότοπος]], [[μικρότοπος]], [[σύντοπος]], [[υπότοπος]], [[ψιλότοπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγκαθότοπος]], [[αγκιναρότοπος]], [[αγριότοπος]], [[αερότοπος]], [[αλωνότοπος]], [[αμμότοπος]], [[αμπελότοπος]], [[αμυγδαλότοπος]], [[ανθότοπος]], <i>αρρωστότοπος</i>, [[βαλτότοπος]], <i>βαρβαρότοπος</i>, <i>βοσκότοπος</i>, [[βουρκότοπος]], [[βραχότοπος]], <i>βροχότοπος</i>, [[γιδότοπος]], [[γρασιδότοπος]], [[δασότοπος]], <i>δενδρότοπος</i>, [[ελαιότοπος]], [[ερημότοπος]], [[ζεστότοπος]], <i>θαμνότοπος</i>, <i>κακότοπος</i>, [[καπνότοπος]], [[καστανότοπος]], [[καστρότοπος]], [[κλεφτότοπος]], <i>κοινότοπος</i>, [[κοχλιότοπος]], <i>κρυότοπος</i>, [[κυνηγότοπος]], [[λαγκαδότοπος]], [[λιβαδότοπος]], <i>μαγαζότοπος</i>, <i>μανιταρότοπος</i>, <i>νερότοπος</i>, [[ξερότοπος]], <i>παγότοπος</i>, <i>παλιότοπος</i>, <i>πετροκότοπος</i>, <i>πευκότοπος</i>, [[πλατανότοπος]], <i>πλουσιότοπος</i>, [[πρασότοπος]], <i>ρηχότοπος</i>, [[ροδότοπος]], <i>σ</i>(<i>ι</i>)<i>ταρότοπος</i>, [[σπιτότοπος]], <i>φιντανότοπος</i>, <i>φτενότοπος</i>, <i>φτωχότοπος</i>, [[χερσότοπος]], [[χιονότοπος]], [[χορταρότοπος]], [[χωματότοπος]], [[ψαρότοπος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τόπος:''' ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μέρος]], Λατ. [[locus]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· περιφρ., χθονὸς [[πᾶς]] [[τόπος]], δηλ. όλη η γη, στον ίδ.· <i>Πέλοπος ἐν τόποις</i>, στην Πελοπόννησο, στον ίδ. κ.λπ.· ὁ [[τόπος]] τῆς χώρας, οι γεωγραφικές συνθήκες της περιοχής, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[τόπος]], [[θέση]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">3.</b> χωρίο συγγραφέα, σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[θέμα]] προς [[συζήτηση]], σε Αισχίν.· [[κοινός]] [[τόπος]] στην Ρητορική, σε Αριστ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., [[περίσταση]], [[ευκαιρία]], [[θέση]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |