Anonymous

τρητός: Difference between revisions

From LSJ
6
(41)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />[[γεμάτος]] τρύπες, [[διάτρητος]] (α. «ἐν τρητοῑσι λεχέεσσιν»<br />[πιθ.] σε κλίνες διακοσμημένες με γλαφυρό τρόπο ή, κατ' άλλους, σε κλίνες τών οποίων τα υποστηρίγματα είχαν οπές από τις οποίες περνούσαν οι ιμάντες που υποβάσταζαν τα στρώματα, <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «μελισσᾱν... τρητὸς [[πόνος]]» — η [[κηρήθρα]] τών [[μελισσών]], <b>Πίνδ.</b><br />γ. «[[λίθαξ]] τρητή» — η [[ελαφρόπετρα]], <b>Ανθ. Παλ.</b><br />δ. «τρητὸς [[δόναξ]]» — [[ποιμενικός]] [[αυλός]], <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρη</i>- της δισύλλαβης ρίζας <i>τερη</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[τετραίνω]], [[τιτρώσκω]]), με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i>].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />[[γεμάτος]] τρύπες, [[διάτρητος]] (α. «ἐν τρητοῑσι λεχέεσσιν»<br />[πιθ.] σε κλίνες διακοσμημένες με γλαφυρό τρόπο ή, κατ' άλλους, σε κλίνες τών οποίων τα υποστηρίγματα είχαν οπές από τις οποίες περνούσαν οι ιμάντες που υποβάσταζαν τα στρώματα, <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «μελισσᾱν... τρητὸς [[πόνος]]» — η [[κηρήθρα]] τών [[μελισσών]], <b>Πίνδ.</b><br />γ. «[[λίθαξ]] τρητή» — η [[ελαφρόπετρα]], <b>Ανθ. Παλ.</b><br />δ. «τρητὸς [[δόναξ]]» — [[ποιμενικός]] [[αυλός]], <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρη</i>- της δισύλλαβης ρίζας <i>τερη</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[τετραίνω]], [[τιτρώσκω]]), με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του <i>τε-τραίνω</i>· [[διάτρητος]], αυτός που έχει τρύπες, σε Ομήρ. Οδ.· <i>τρητὰ λέχεα</i>, πιθ. σκαλιστές κλίνες, ή αυτές που έχουν οπές μέσα από τις οποίες διέρχονται τα [[σχοινιά]] που υποστηρίζουν το [[στρώμα]]· τρητὸς μελισσῶν [[πόνος]], δηλ. [[κηρήθρα]], σε Πίνδ.· τρητὴ [[λίθαξ]], [[ελαφρόπετρα]], σε Ανθ.
}}
}}