τρητός: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του <i>τε-τραίνω</i>· [[διάτρητος]], αυτός που έχει τρύπες, σε Ομήρ. Οδ.· <i>τρητὰ λέχεα</i>, πιθ. σκαλιστές κλίνες, ή αυτές που έχουν οπές μέσα από τις οποίες διέρχονται τα [[σχοινιά]] που υποστηρίζουν το [[στρώμα]]· τρητὸς μελισσῶν [[πόνος]], δηλ. [[κηρήθρα]], σε Πίνδ.· τρητὴ [[λίθαξ]], [[ελαφρόπετρα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''τρητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του <i>τε-τραίνω</i>· [[διάτρητος]], αυτός που έχει τρύπες, σε Ομήρ. Οδ.· <i>τρητὰ λέχεα</i>, πιθ. σκαλιστές κλίνες, ή αυτές που έχουν οπές μέσα από τις οποίες διέρχονται τα [[σχοινιά]] που υποστηρίζουν το [[στρώμα]]· τρητὸς μελισσῶν [[πόνος]], δηλ. [[κηρήθρα]], σε Πίνδ.· τρητὴ [[λίθαξ]], [[ελαφρόπετρα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρητός:''' [adj. verb. к [[τιτράω]]<br /><b class="num">1)</b> просверленный ([[λίθος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> снабженный отверстиями ([[δόναξ]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> ноздреватый, пористый ([[λίθαξ]] Anth.);<br /><b class="num">4)</b> резной ([[λέχος]] Hom., по по друг. = 2);<br /><b class="num">5)</b> проколотый, т. е. сшитый: τὰ τρητά Plat. сшитое.
}}
}}