3,277,243
edits
(T22) |
(6) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=τόξου, τό, from [[Homer]] [[down]], the Sept. [[often]] for קֶשֶׁת, a [[bow]]: Revelation 6:2. | |txtha=τόξου, τό, from [[Homer]] [[down]], the Sept. [[often]] for קֶשֶׁת, a [[bow]]: Revelation 6:2. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τόξον:''' τό (τυγ-χάνω)·<br /><b class="num">I.</b> [[τόξο]], σε Όμηρ.· [[συχνά]] στον πληθ. [[γιατί]] το αρχαίο [[τόξο]] αποτελούνταν από [[δύο]] τμήματα από [[κέρατο]], ενωμένα στη [[μέση]] με τον <i>πήχυν</i>· <i>τόξα τιταίνειν</i> ή <i>ἕλκειν</i>, [[σύρω]] το [[τόξο]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[καθώς]] το [[τόξο]] ήταν το [[κυρίως]] όπλο των Ανατολικών λαών, το τόξου [[ῥῦμα]], σήμαινε τους Πέρσες, αντίθ. προς το λόγχης [[ἰσχύς]] (τους Έλληνες), σε Αισχύλ.· μεταφ., <i>τόξῳ</i>, από [[εικασία]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ. επίσης, [[τόξο]] και βέλη, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., <i>τόξα ἡλίου</i>, οι ακτίνες του, σε Ευρ. | |||
}} | }} |