Anonymous

τόξον: Difference between revisions

From LSJ
675 bytes added ,  31 December 2018
4b
(6)
(4b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τόξον:''' τό (τυγ-χάνω)·<br /><b class="num">I.</b> [[τόξο]], σε Όμηρ.· [[συχνά]] στον πληθ. [[γιατί]] το αρχαίο [[τόξο]] αποτελούνταν από [[δύο]] τμήματα από [[κέρατο]], ενωμένα στη [[μέση]] με τον <i>πήχυν</i>· <i>τόξα τιταίνειν</i> ή <i>ἕλκειν</i>, [[σύρω]] το [[τόξο]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[καθώς]] το [[τόξο]] ήταν το [[κυρίως]] όπλο των Ανατολικών λαών, το τόξου [[ῥῦμα]], σήμαινε τους Πέρσες, αντίθ. προς το λόγχης [[ἰσχύς]] (τους Έλληνες), σε Αισχύλ.· μεταφ., <i>τόξῳ</i>, από [[εικασία]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ. επίσης, [[τόξο]] και βέλη, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., <i>τόξα ἡλίου</i>, οι ακτίνες του, σε Ευρ.
|lsmtext='''τόξον:''' τό (τυγ-χάνω)·<br /><b class="num">I.</b> [[τόξο]], σε Όμηρ.· [[συχνά]] στον πληθ. [[γιατί]] το αρχαίο [[τόξο]] αποτελούνταν από [[δύο]] τμήματα από [[κέρατο]], ενωμένα στη [[μέση]] με τον <i>πήχυν</i>· <i>τόξα τιταίνειν</i> ή <i>ἕλκειν</i>, [[σύρω]] το [[τόξο]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[καθώς]] το [[τόξο]] ήταν το [[κυρίως]] όπλο των Ανατολικών λαών, το τόξου [[ῥῦμα]], σήμαινε τους Πέρσες, αντίθ. προς το λόγχης [[ἰσχύς]] (τους Έλληνες), σε Αισχύλ.· μεταφ., <i>τόξῳ</i>, από [[εικασία]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ. επίσης, [[τόξο]] και βέλη, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., <i>τόξα ἡλίου</i>, οι ακτίνες του, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τόξον:''' τό<b class="num">1)</b> преимущ. pl. лук Hom., Pind., Trag., Her.;<br /><b class="num">2)</b> pl. лук и стрелы Hom., Her., Soph.;<br /><b class="num">3)</b> преимущ. pl. стрелы Soph., Plat.;<br /><b class="num">4)</b> перен. стрела (τ. μερίμνης Plut.); луч (τόξα ἡλίου Eur.);<br /><b class="num">5)</b> архит. арка, дуга Anth.;<br /><b class="num">6)</b> pl. стрельба из лука: τόξων εὖ [[εἰδώς]] Hom. отличный стрелок; ἡ [[τέχνη]] τῶν τόξων Her. искусство стрельбы из лука.
}}
}}