Anonymous

τύρευμα: Difference between revisions

From LSJ
6
(42)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εύματος, τὸ, Α [[τυρεύω]]<br /><b>1.</b> ο [[τυρός]], το [[τυρί]] («ἐκφέρετέ νυν τυρεύματα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μηχανορραφία]], [[δολοπλοκία]], [[πανουργία]].
|mltxt=-εύματος, τὸ, Α [[τυρεύω]]<br /><b>1.</b> ο [[τυρός]], το [[τυρί]] («ἐκφέρετέ νυν τυρεύματα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μηχανορραφία]], [[δολοπλοκία]], [[πανουργία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τύρευμα:''' [ῡ], -ατος, τό, αυτό το οποίο πήζεται, [[τυρί]], σε Ευρ.
}}
}}