τύρευμα: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τύρευμα:''' [ῡ], -ατος, τό, αυτό το οποίο πήζεται, [[τυρί]], σε Ευρ.
|lsmtext='''τύρευμα:''' [ῡ], -ατος, τό, αυτό το οποίο πήζεται, [[τυρί]], σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=τύρευμα -ατος, τό [τυρεύω] kaas.
}}
}}