Anonymous

ὕβρις: Difference between revisions

From LSJ
2,919 bytes added ,  31 December 2018
6
(T21)
(6)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ὑβρισεως, ἡ (from [[ὑπέρ]] ([[see]] [[Curtius]], p. 540); cf. Latin superbus, English 'uppishness')), from [[Homer]] [[down]], the Sept. for גָּאון, גַּאֲוָה, זָדון, etc.;<br /><b class="num">a.</b> [[insolence]]; [[impudence]], [[pride]], [[haughtiness]].<br /><b class="num">b.</b> a [[wrong]] springing from [[insolence]], an [[injury]], [[affront]], [[insult]] (in Greek [[usage]] the [[mental]] [[injury]] and the [[wantonness]] of its [[infliction]] [[being]] [[prominent]]; cf. Cope on [[Aristotle]], rhet. 1,12, 26; 2,2, 5; [[see]] [[ὑβριστής]]): [[properly]], plural Hesychius ὕβρεις. τραύματα, ὀνείδη); tropically, [[injury]] inflicted by the [[violence]] of a [[tempest]]: [[τήν]] [[ἀπό]] [[τῶν]] ὀμβρων ὕβριν, Josephus, Antiquities 3,6, 4; δείσασα θαλαττης ὕβριν, Anthol. 7,291, 3; (cf. [[Pindar]] [[Pythagoras]] 1,140)).
|txtha=ὑβρισεως, ἡ (from [[ὑπέρ]] ([[see]] [[Curtius]], p. 540); cf. Latin superbus, English 'uppishness')), from [[Homer]] [[down]], the Sept. for גָּאון, גַּאֲוָה, זָדון, etc.;<br /><b class="num">a.</b> [[insolence]]; [[impudence]], [[pride]], [[haughtiness]].<br /><b class="num">b.</b> a [[wrong]] springing from [[insolence]], an [[injury]], [[affront]], [[insult]] (in Greek [[usage]] the [[mental]] [[injury]] and the [[wantonness]] of its [[infliction]] [[being]] [[prominent]]; cf. Cope on [[Aristotle]], rhet. 1,12, 26; 2,2, 5; [[see]] [[ὑβριστής]]): [[properly]], plural Hesychius ὕβρεις. τραύματα, ὀνείδη); tropically, [[injury]] inflicted by the [[violence]] of a [[tempest]]: [[τήν]] [[ἀπό]] [[τῶν]] ὀμβρων ὕβριν, Josephus, Antiquities 3,6, 4; δείσασα θαλαττης ὕβριν, Anthol. 7,291, 3; (cf. [[Pindar]] [[Pythagoras]] 1,140)).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὕβρις:''' [ῠ], γεν. <i>-εως</i> και <i>-εος</i>, Επικ. <i>-ιος</i>,<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[κακοβουλία]], [[αυθάδεια]], [[αυθάδεια]] από [[αίσθηση]] δύναμης ή [[αναίδεια]], [[προπέτεια]], [[θρασύτητα]], [[ιταμότητα]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για ενέργειες, πράξεις, ἆρ' οὐχ [[ὕβρις]] τάδ', σε Σοφ.· ταῦτ' οὐχ [[ὕβρις]] [[ἐστί]];, σε Αριστοφ.· επιρρ., χλευαστικά, <i>ὕβρει</i>, με [[αυθάδεια]] ή [[αναίδεια]], σε Σοφ.· <i>ἐφ' ὕβρει</i>, σε Ευρ.· <i>δι' ὕβριν</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[λαγνεία]], [[ασέλγεια]], αντίθ. προς το [[σωφροσύνη]], σε Θέογν., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για υπερβολικά θρεμμένο [[άλογο]], ατίθασο, αχαλίνωτο, σε Ηρόδ., Πίνδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> = [[ὕβρισμα]], σε Όμηρ.· μερικές φορές όπως το [[ὑβρίζω]], ακολουθ. από πρόθ. Ἥρας μητέρ' εἰς ἐμὴν [[ὕβρις]], η αυθάδειά της προς..., σε Ευρ.· ἡ κατ' Ἀργείους [[ὕβρις]], σε Σοφ.· ἡ πρὸς τοὺς δημότας [[ὕβρις]], σε Ηρόδ.· επίσης με γεν. αντικ., [[ὕβρις]] τινός, προς κάποιον, στον ίδ. κ.λπ.· σε πληθ., πράξεις ακόλαστες, αυθάδεις, προσβολές, σε Ησίοδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσβολή]], προσβλητική [[ενέργεια]], [[παραβίαση]], [[βεβήλωση]], [[καταπάτηση]], σε Πίνδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> στην Αττ. [[νομοθεσία]], η [[ὕβρις]]περιελάμβανε τις πιο σοβαρές βλάβες που διαπράττονταν [[εναντίον]] κάποιου, υβριστική, ελεεινή [[επίθεση]], [[προσβολή]]· η πιο ελαφριά [[μορφή]] της είναι η [[αἰκία]] [ῑ]· γι' αυτό η [[ὕβρις]], επανορθωνόταν με δημόσια [[έγκληση]], [[μήνυση]] ([[γραφή]]), ενώ η [[αἰκία]] με ιδιωτική [[επενέργεια]] ([[δίκη]]).<br /><b class="num">III.</b> [[απώλεια]], [[ζημιά]], [[βλάβη]], [[φθορά]], σε Καινή Διαθήκη <b>Β.</b> ως αρσ., = [[ὑβριστής]], [[βίαιος]], [[αυταρχικός]], [[δεσποτικός]], [[κακούργος]] [[άνθρωπος]], <i>ὕβριν ἀνέρα</i>, σε Ησίοδ.
}}
}}