3,277,820
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὕβρις:''' [ῠ], γεν. <i>-εως</i> και <i>-εος</i>, Επικ. <i>-ιος</i>,<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[κακοβουλία]], [[αυθάδεια]], [[αυθάδεια]] από [[αίσθηση]] δύναμης ή [[αναίδεια]], [[προπέτεια]], [[θρασύτητα]], [[ιταμότητα]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για ενέργειες, πράξεις, ἆρ' οὐχ [[ὕβρις]] τάδ', σε Σοφ.· ταῦτ' οὐχ [[ὕβρις]] [[ἐστί]];, σε Αριστοφ.· επιρρ., χλευαστικά, <i>ὕβρει</i>, με [[αυθάδεια]] ή [[αναίδεια]], σε Σοφ.· <i>ἐφ' ὕβρει</i>, σε Ευρ.· <i>δι' ὕβριν</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[λαγνεία]], [[ασέλγεια]], αντίθ. προς το [[σωφροσύνη]], σε Θέογν., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για υπερβολικά θρεμμένο [[άλογο]], ατίθασο, αχαλίνωτο, σε Ηρόδ., Πίνδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> = [[ὕβρισμα]], σε Όμηρ.· μερικές φορές όπως το [[ὑβρίζω]], ακολουθ. από πρόθ. Ἥρας μητέρ' εἰς ἐμὴν [[ὕβρις]], η αυθάδειά της προς..., σε Ευρ.· ἡ κατ' Ἀργείους [[ὕβρις]], σε Σοφ.· ἡ πρὸς τοὺς δημότας [[ὕβρις]], σε Ηρόδ.· επίσης με γεν. αντικ., [[ὕβρις]] τινός, προς κάποιον, στον ίδ. κ.λπ.· σε πληθ., πράξεις ακόλαστες, αυθάδεις, προσβολές, σε Ησίοδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσβολή]], προσβλητική [[ενέργεια]], [[παραβίαση]], [[βεβήλωση]], [[καταπάτηση]], σε Πίνδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> στην Αττ. [[νομοθεσία]], η [[ὕβρις]]περιελάμβανε τις πιο σοβαρές βλάβες που διαπράττονταν [[εναντίον]] κάποιου, υβριστική, ελεεινή [[επίθεση]], [[προσβολή]]· η πιο ελαφριά [[μορφή]] της είναι η [[αἰκία]] [ῑ]· γι' αυτό η [[ὕβρις]], επανορθωνόταν με δημόσια [[έγκληση]], [[μήνυση]] ([[γραφή]]), ενώ η [[αἰκία]] με ιδιωτική [[επενέργεια]] ([[δίκη]]).<br /><b class="num">III.</b> [[απώλεια]], [[ζημιά]], [[βλάβη]], [[φθορά]], σε Καινή Διαθήκη <b>Β.</b> ως αρσ., = [[ὑβριστής]], [[βίαιος]], [[αυταρχικός]], [[δεσποτικός]], [[κακούργος]] [[άνθρωπος]], <i>ὕβριν ἀνέρα</i>, σε Ησίοδ. | |lsmtext='''ὕβρις:''' [ῠ], γεν. <i>-εως</i> και <i>-εος</i>, Επικ. <i>-ιος</i>,<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[κακοβουλία]], [[αυθάδεια]], [[αυθάδεια]] από [[αίσθηση]] δύναμης ή [[αναίδεια]], [[προπέτεια]], [[θρασύτητα]], [[ιταμότητα]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για ενέργειες, πράξεις, ἆρ' οὐχ [[ὕβρις]] τάδ', σε Σοφ.· ταῦτ' οὐχ [[ὕβρις]] [[ἐστί]];, σε Αριστοφ.· επιρρ., χλευαστικά, <i>ὕβρει</i>, με [[αυθάδεια]] ή [[αναίδεια]], σε Σοφ.· <i>ἐφ' ὕβρει</i>, σε Ευρ.· <i>δι' ὕβριν</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[λαγνεία]], [[ασέλγεια]], αντίθ. προς το [[σωφροσύνη]], σε Θέογν., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για υπερβολικά θρεμμένο [[άλογο]], ατίθασο, αχαλίνωτο, σε Ηρόδ., Πίνδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> = [[ὕβρισμα]], σε Όμηρ.· μερικές φορές όπως το [[ὑβρίζω]], ακολουθ. από πρόθ. Ἥρας μητέρ' εἰς ἐμὴν [[ὕβρις]], η αυθάδειά της προς..., σε Ευρ.· ἡ κατ' Ἀργείους [[ὕβρις]], σε Σοφ.· ἡ πρὸς τοὺς δημότας [[ὕβρις]], σε Ηρόδ.· επίσης με γεν. αντικ., [[ὕβρις]] τινός, προς κάποιον, στον ίδ. κ.λπ.· σε πληθ., πράξεις ακόλαστες, αυθάδεις, προσβολές, σε Ησίοδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσβολή]], προσβλητική [[ενέργεια]], [[παραβίαση]], [[βεβήλωση]], [[καταπάτηση]], σε Πίνδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> στην Αττ. [[νομοθεσία]], η [[ὕβρις]]περιελάμβανε τις πιο σοβαρές βλάβες που διαπράττονταν [[εναντίον]] κάποιου, υβριστική, ελεεινή [[επίθεση]], [[προσβολή]]· η πιο ελαφριά [[μορφή]] της είναι η [[αἰκία]] [ῑ]· γι' αυτό η [[ὕβρις]], επανορθωνόταν με δημόσια [[έγκληση]], [[μήνυση]] ([[γραφή]]), ενώ η [[αἰκία]] με ιδιωτική [[επενέργεια]] ([[δίκη]]).<br /><b class="num">III.</b> [[απώλεια]], [[ζημιά]], [[βλάβη]], [[φθορά]], σε Καινή Διαθήκη <b>Β.</b> ως αρσ., = [[ὑβριστής]], [[βίαιος]], [[αυταρχικός]], [[δεσποτικός]], [[κακούργος]] [[άνθρωπος]], <i>ὕβριν ἀνέρα</i>, σε Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὕβρις:''' <b class="num">I</b> εως и εος, ион. ιος ἡ<br /><b class="num">1)</b> наглость, нахальство, дерзость, грубость, глумление: ὕβρει Soph., δι᾽ ὕβριν и διὰ τὴν ὕβριν Dem., Xen., ἐφ᾽ ὕβρει Eur., εἰς ὕβριν Arst. или πρὸς ὕβριν Plut. из дерзости или в насмешку;<br /><b class="num">2)</b> бесчинство, насилие, оскорбление: ὕβριν ὑβρίζειν εἴς τινα Eur. наносить кому-л. обиду; ὕβρεις τινός и εἴς τινα Isocr., Arst. насилия над кем-л.; ὕ. τοῦ σώματος Isocr. физическое насилие; ὕ. τινὸς εἴς τινα Eur. оскорбление, нанесенное кем-л. кому-л.; [[νόμος]] ὕβρεως Dem. закон против насилий; ὕβρεως [[γραφή]] или [[δίκη]] Isocr., Aeschin., Dem. иск о причинении насилия;<br /><b class="num">3)</b> (о животных) строптивость, горячность Pind., Her.;<br /><b class="num">4)</b> ущерб, вред NT.<br /><b class="num">II</b> ὁ Hes. = [[ὑβριστής]]. | |||
}} | }} |