Anonymous

τριπέτηλος: Difference between revisions

From LSJ
6
(42)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τρία]] πέταλα ή [[τρία]] φύλλα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τριπέτηλον</i><br />το [[τριφύλλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πέτηλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέτηλον]], [[άλλος]] τ. του [[πέταλον]]), <b>πρβλ.</b> [[καλλιπέτηλος]].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τρία]] πέταλα ή [[τρία]] φύλλα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τριπέτηλον</i><br />το [[τριφύλλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πέτηλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέτηλον]], [[άλλος]] τ. του [[πέταλον]]), <b>πρβλ.</b> [[καλλιπέτηλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρῐπέτηλος:''' -ον ([[πέτηλον]]), αυτός που έχει [[τρία]] πέταλα ή φύλλα, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}