τριπέτηλος

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριπέτηλος Medium diacritics: τριπέτηλος Low diacritics: τριπέτηλος Capitals: ΤΡΙΠΕΤΗΛΟΣ
Transliteration A: tripétēlos Transliteration B: tripetēlos Transliteration C: tripetilos Beta Code: tripe/thlos

English (LSJ)

τριπέτηλον,
A three-leafed, or perhaps three-branched, of Hermes' wand, h.Merc 530.
II Subst. τριπέτηλον, τό, = τρίφυλλον, Call.Dian.165, Nic. Th.522.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trois feuilles ; τὸ τριπέτηλον, c. τρίφυλλον.
Étymologie: τρεῖς, πέταλον.

German (Pape)

dreiblätterig, H.h. Merc. 530; τὸ τριπ., das Kraut τρίφυλλον, Nic. Th. 522.

Russian (Dvoretsky)

τρῐπέτηλος: с тремя листьями (ῥάβδος HH).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐπέτηλος: -ον, ὁ ἔχων τρία πέταλα ἢ φύλλα, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 530· - τριπέτηλον, τό, = τρίφυλλον, τὸ «τριφύλλι», Καλλ. εἰς Δήμ. 165, Ἀποσπ. 334, Νικ. Θηρ. 522.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει τρία πέταλα ή τρία φύλλα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριπέτηλον
το τριφύλλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πέτηλος (< πέτηλον, άλλος τ. του πέταλον), πρβλ. καλλιπέτηλος.

Greek Monotonic

τρῐπέτηλος: -ον (πέτηλον), αυτός που έχει τρία πέταλα ή φύλλα, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

τρῐ-πέτηλος, ον, πέτηλον
three-leafed, Hhymn.