Anonymous

ὕλη: Difference between revisions

From LSJ
1,111 bytes added ,  31 December 2018
6
(T22)
(6)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ὕλης, ἡ, a [[forest]], a [[wood]]; felled [[wood]], [[fuel]]: [[Homer]] [[down]]; the Sept..)  
|txtha=ὕλης, ἡ, a [[forest]], a [[wood]]; felled [[wood]], [[fuel]]: [[Homer]] [[down]]; the Sept..)  
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὕλη:''' [ῡ], ἡ, Λατ. [[sylva]],<br /><b class="num">I.</b> [[δρυμός]], [[λόγγος]], [[δάσος]], [[άλσος]], σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· τὰ δένδρα καὶ [[ὕλη]], καρποφόρα δένδρα και άγρια δέντρα του δάσους, σε Θουκ.· θάμνοι, χαμόκλαδα, αντίθ. προς τα δέντρα τα [[κατάλληλα]] για [[υλοτόμηση]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> κομμένα, υλοτομημένα ξύλα, καυσόξυλα, καύσιμη ύλη, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">III. 1.</b> όπως το Λατ. [[materia]], ύλη από την οποία κατασκευάζεται, φτιάχνεται [[κάτι]], ακατέργαστη, πρώτη ύλη, [[ξύλο]], [[ξυλεία]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> στην Φιλοσοφία, ύλη, υλικό στοιχείο, [[ουσία]], σε Αριστ.<br /><b class="num">3.</b> [[υποκείμενο]], [[υπόθεση]], στον ίδ.
}}
}}