3,277,206
edits
(42) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και αττ. τ. [[ὑληφόρος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρει ξύλα<br /><b>2.</b> (για [[βουνό]]) αυτός από τον οποίο παράγεται [[ξυλεία]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>Ὑλοφόροι</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Αριστομένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | |mltxt=και αττ. τ. [[ὑληφόρος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρει ξύλα<br /><b>2.</b> (για [[βουνό]]) αυτός από τον οποίο παράγεται [[ξυλεία]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>Ὑλοφόροι</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Αριστομένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑλοφόρος:''' ὁ ([[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει ξύλα, σε Ανθ. | |||
}} | }} |