Anonymous

ὑλοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
6
(42)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. [[ὑληφόρος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρει ξύλα<br /><b>2.</b> (για [[βουνό]]) αυτός από τον οποίο παράγεται [[ξυλεία]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>Ὑλοφόροι</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Αριστομένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
|mltxt=και αττ. τ. [[ὑληφόρος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρει ξύλα<br /><b>2.</b> (για [[βουνό]]) αυτός από τον οποίο παράγεται [[ξυλεία]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>Ὑλοφόροι</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Αριστομένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑλοφόρος:''' ὁ ([[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει ξύλα, σε Ανθ.
}}
}}