Anonymous

ὑλοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑλοφόρος:''' ὁ ([[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει ξύλα, σε Ανθ.
|lsmtext='''ὑλοφόρος:''' ὁ ([[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει ξύλα, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑλοφόρος:''' (ῡ) покрытый лесом, лесистый (τὰ τῶν Ἄλπεων [[ἄκρα]] Polyb.).<br /><b class="num">II</b> ὁ дровонос Anth.
}}
}}