Anonymous

τρίναξ: Difference between revisions

From LSJ
6
(42)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ακος, ἡ, Α<br />γεωργικό [[εργαλείο]] που είχε [[τρεις]] αιχμές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[θρίναξ]] (Ι), κατ' [[επίδραση]] του <i>τρι</i>-].
|mltxt=-ακος, ἡ, Α<br />γεωργικό [[εργαλείο]] που είχε [[τρεις]] αιχμές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[θρίναξ]] (Ι), κατ' [[επίδραση]] του <i>τρι</i>-].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρίναξ:''' [ῐ], -ᾰκος, ἡ ([[ἀκή]]), [[τρίαινα]] ή γεωργικό [[εργαλείο]] με [[τρεις]] αιχμές, [[τρικράνι]] ή πιρούνα, σε Ανθ.
}}
}}