Anonymous

τρίναξ: Difference between revisions

From LSJ
42
(Bailly1_5)
(42)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ακος (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[θρῖναξ]].
|btext=ακος (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[θρῖναξ]].
}}
{{grml
|mltxt=-ακος, ἡ, Α<br />γεωργικό [[εργαλείο]] που είχε [[τρεις]] αιχμές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[θρίναξ]] (Ι), κατ' [[επίδραση]] του <i>τρι</i>-].
}}
}}