Anonymous

ὑπάρχω: Difference between revisions

From LSJ
4,794 bytes added ,  31 December 2018
6
(43)
(6)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, Α [[ὕπαρχος]]<br />[[είμαι]] ύπαρχος.
|mltxt=-έω, Α [[ὕπαρχος]]<br />[[είμαι]] ύπαρχος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπάρχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. αʹ <i>ὑπῆρξα</i> — Παθ., παρακ. <i>ὕπηργμαι</i>, Ιων. <i>-αργμαι</i>·<br /><b class="num">Α. 1.</b> [[αρχίζω]], κάνω την [[αρχή]], [[ξεκινώ]], απόλ., σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ξεκινώ]], κάνω την [[αρχή]], την [[έναρξη]], <i>ἀδικίης</i>, σε Ηρόδ.· <i>πολλῶν κακῶν</i>, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> με μτχ., [[ξεκινώ]] να κάνω [[κάτι]], <i>ὑπῆρξαν ἄδικα ποιεῦεντες</i>, σε Ηρόδ.· <i>ὑπάρχει εὖ ποιῶν τινα</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> με αιτ., [[ὑπάρχω]] εὐεργεσίας εἴς τινα ή <i>τινι</i>, [[αρχίζω]] να [[ευεργετώ]] κάποιον, σε Δημ., Αισχίν. — Παθ., έχω αρχίσει, <i>τὰ ἔκ τινος ὑπαργμένα</i> (Ιων. αντί <i>ὑπηργ-</i>), σε Ηρόδ.· απρόσ., ὑπῆρκτο [[αὐτοῦ]], είχε γίνει η [[αρχή]] του, σε Θουκ. <b>Β. 1.</b> [[αρχίζω]] να [[υπάρχω]], [[έρχομαι]] στη [[ζωή]], εμφανίζομαι, [[παρουσιάζομαι]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[υπάρχω]], βρίσκομαι, είμαι [[έτοιμος]], σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν., ὑπάρχει [[τῶνδε]], υπάρχει [[απόθεμα]], [[αφθονία]] αυτών των πραγμάτων, σε Αισχύλ.· [[συχνά]] σε μτχ., ἡ ὑπάρχουσα [[οὐσία]], η υπαρκτή [[περιουσία]], η υφιστάμενη, σε Ισοκρ.· <i>τὰὑπάρχοντα ἁμαρτήματα</i>, σε Θουκ.· τῆς ὑπαρχούσης [[τιμῆς]], λέγεται για την τρέχουσα [[τιμή]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[απλώς]], είμαι, σε Τραγ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> [[ενίοτε]] με μτχ., ομοίως προς το [[τυγχάνω]], <i>τοιαῦτα</i> ([[αὐτῷ]]) <i>ὑπῆρχε ἐόντα</i>, σε Ηρόδ.· <i>ὑπάρχει ἐχθρὸς ὤν</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[ὑπόκειμαι]] II. 2, τίθεμαι ως [[βάση]], θεωρούμαι, εκλαμβάνομαι ως [[δεδομένος]], σε Πλάτ.· <i>τούτων ὑπαρχόντων</i>, = [[quae]] [[cum]] [[ita]] sint, στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[ανήκω]] σε, [[περιέρχομαι]] σε κάποιον, συσσωρεύομαι, [[προκύπτω]], <i>ὑπάρχει τινί τι</i>, [[κάποιος]] έχει [[κάτι]], αυτό που υπάρχει σε κάποιον, σε Ηρόδ., Θουκ.· ἡ ὑπάρχουσα [[φύσις]], [[φυσικά]] χαρακτηριστικά, οι φυσικές ιδιότητες που σε χαρακτηρίζουν, [[φυσική]] [[κατάσταση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ὑπάρχω]] τινί, είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον, σε Ξεν., Δημ.· καθ'[[ὑμῶν]] ὑπάρξει ἐκείνῳ, θα είναι, θα βρεθεί στο [[πλευρό]] του [[εναντίον]] σας, σε Δημ.<br /><b class="num">IV.</b> [[συχνά]] σε πληθ. ουδ. μτχ. <i>τὰ ὑπάρχοντα</i>,<br /><b class="num">1.</b> οι υπάρχουσες συνθήκες, οι παρούσες ευκολίες, τα πλεονεκτήματα των συγκυριών, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό που ανήκει σε κάποιον, [[υπάρχοντα]], κτήσεις, τα κτήματα κάποιου, χρήματα, πόροι, εισοδήματα, [[περιουσία]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">V.</b> απρόσ., <i>ὑπάρχει</i>, [[γεγονός]], το βέβαιο είναι ότι..., με αιτ. και απαρ., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> επιτρέπεται, είναι δυνατό, με δοτ. και απαρ., ὑπάρχει μοι [[εἶναι]] ή <i>ποιεῖν τι</i>, σε Θουκ., Πλάτ.· απόλ., [[ὥσπερ]] ὑπῆρχε, όσο ήταν δυνατόν, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> σε μτχ. ουδ., όπως το [[ἐξόν]], [[παρόν]] κ.λπ.· ὑπάρχον [[ὑμῖν]] πολεμεῖν, εφόσον [[σου]] επιτρέπεται να κάνεις πόλεμο, στον ίδ.
}}
}}