Anonymous

ὑπάρχω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπάρχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. αʹ <i>ὑπῆρξα</i> — Παθ., παρακ. <i>ὕπηργμαι</i>, Ιων. <i>-αργμαι</i>·<br /><b class="num">Α. 1.</b> [[αρχίζω]], κάνω την [[αρχή]], [[ξεκινώ]], απόλ., σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ξεκινώ]], κάνω την [[αρχή]], την [[έναρξη]], <i>ἀδικίης</i>, σε Ηρόδ.· <i>πολλῶν κακῶν</i>, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> με μτχ., [[ξεκινώ]] να κάνω [[κάτι]], <i>ὑπῆρξαν ἄδικα ποιεῦεντες</i>, σε Ηρόδ.· <i>ὑπάρχει εὖ ποιῶν τινα</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> με αιτ., [[ὑπάρχω]] εὐεργεσίας εἴς τινα ή <i>τινι</i>, [[αρχίζω]] να [[ευεργετώ]] κάποιον, σε Δημ., Αισχίν. — Παθ., έχω αρχίσει, <i>τὰ ἔκ τινος ὑπαργμένα</i> (Ιων. αντί <i>ὑπηργ-</i>), σε Ηρόδ.· απρόσ., ὑπῆρκτο [[αὐτοῦ]], είχε γίνει η [[αρχή]] του, σε Θουκ. <b>Β. 1.</b> [[αρχίζω]] να [[υπάρχω]], [[έρχομαι]] στη [[ζωή]], εμφανίζομαι, [[παρουσιάζομαι]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[υπάρχω]], βρίσκομαι, είμαι [[έτοιμος]], σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν., ὑπάρχει [[τῶνδε]], υπάρχει [[απόθεμα]], [[αφθονία]] αυτών των πραγμάτων, σε Αισχύλ.· [[συχνά]] σε μτχ., ἡ ὑπάρχουσα [[οὐσία]], η υπαρκτή [[περιουσία]], η υφιστάμενη, σε Ισοκρ.· <i>τὰὑπάρχοντα ἁμαρτήματα</i>, σε Θουκ.· τῆς ὑπαρχούσης [[τιμῆς]], λέγεται για την τρέχουσα [[τιμή]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[απλώς]], είμαι, σε Τραγ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> [[ενίοτε]] με μτχ., ομοίως προς το [[τυγχάνω]], <i>τοιαῦτα</i> ([[αὐτῷ]]) <i>ὑπῆρχε ἐόντα</i>, σε Ηρόδ.· <i>ὑπάρχει ἐχθρὸς ὤν</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[ὑπόκειμαι]] II. 2, τίθεμαι ως [[βάση]], θεωρούμαι, εκλαμβάνομαι ως [[δεδομένος]], σε Πλάτ.· <i>τούτων ὑπαρχόντων</i>, = [[quae]] [[cum]] [[ita]] sint, στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[ανήκω]] σε, [[περιέρχομαι]] σε κάποιον, συσσωρεύομαι, [[προκύπτω]], <i>ὑπάρχει τινί τι</i>, [[κάποιος]] έχει [[κάτι]], αυτό που υπάρχει σε κάποιον, σε Ηρόδ., Θουκ.· ἡ ὑπάρχουσα [[φύσις]], [[φυσικά]] χαρακτηριστικά, οι φυσικές ιδιότητες που σε χαρακτηρίζουν, [[φυσική]] [[κατάσταση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ὑπάρχω]] τινί, είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον, σε Ξεν., Δημ.· καθ'[[ὑμῶν]] ὑπάρξει ἐκείνῳ, θα είναι, θα βρεθεί στο [[πλευρό]] του [[εναντίον]] σας, σε Δημ.<br /><b class="num">IV.</b> [[συχνά]] σε πληθ. ουδ. μτχ. <i>τὰ ὑπάρχοντα</i>,<br /><b class="num">1.</b> οι υπάρχουσες συνθήκες, οι παρούσες ευκολίες, τα πλεονεκτήματα των συγκυριών, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό που ανήκει σε κάποιον, [[υπάρχοντα]], κτήσεις, τα κτήματα κάποιου, χρήματα, πόροι, εισοδήματα, [[περιουσία]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">V.</b> απρόσ., <i>ὑπάρχει</i>, [[γεγονός]], το βέβαιο είναι ότι..., με αιτ. και απαρ., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> επιτρέπεται, είναι δυνατό, με δοτ. και απαρ., ὑπάρχει μοι [[εἶναι]] ή <i>ποιεῖν τι</i>, σε Θουκ., Πλάτ.· απόλ., [[ὥσπερ]] ὑπῆρχε, όσο ήταν δυνατόν, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> σε μτχ. ουδ., όπως το [[ἐξόν]], [[παρόν]] κ.λπ.· ὑπάρχον [[ὑμῖν]] πολεμεῖν, εφόσον [[σου]] επιτρέπεται να κάνεις πόλεμο, στον ίδ.
|lsmtext='''ὑπάρχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. αʹ <i>ὑπῆρξα</i> — Παθ., παρακ. <i>ὕπηργμαι</i>, Ιων. <i>-αργμαι</i>·<br /><b class="num">Α. 1.</b> [[αρχίζω]], κάνω την [[αρχή]], [[ξεκινώ]], απόλ., σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ξεκινώ]], κάνω την [[αρχή]], την [[έναρξη]], <i>ἀδικίης</i>, σε Ηρόδ.· <i>πολλῶν κακῶν</i>, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> με μτχ., [[ξεκινώ]] να κάνω [[κάτι]], <i>ὑπῆρξαν ἄδικα ποιεῦεντες</i>, σε Ηρόδ.· <i>ὑπάρχει εὖ ποιῶν τινα</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> με αιτ., [[ὑπάρχω]] εὐεργεσίας εἴς τινα ή <i>τινι</i>, [[αρχίζω]] να [[ευεργετώ]] κάποιον, σε Δημ., Αισχίν. — Παθ., έχω αρχίσει, <i>τὰ ἔκ τινος ὑπαργμένα</i> (Ιων. αντί <i>ὑπηργ-</i>), σε Ηρόδ.· απρόσ., ὑπῆρκτο [[αὐτοῦ]], είχε γίνει η [[αρχή]] του, σε Θουκ. <b>Β. 1.</b> [[αρχίζω]] να [[υπάρχω]], [[έρχομαι]] στη [[ζωή]], εμφανίζομαι, [[παρουσιάζομαι]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[υπάρχω]], βρίσκομαι, είμαι [[έτοιμος]], σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν., ὑπάρχει [[τῶνδε]], υπάρχει [[απόθεμα]], [[αφθονία]] αυτών των πραγμάτων, σε Αισχύλ.· [[συχνά]] σε μτχ., ἡ ὑπάρχουσα [[οὐσία]], η υπαρκτή [[περιουσία]], η υφιστάμενη, σε Ισοκρ.· <i>τὰὑπάρχοντα ἁμαρτήματα</i>, σε Θουκ.· τῆς ὑπαρχούσης [[τιμῆς]], λέγεται για την τρέχουσα [[τιμή]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[απλώς]], είμαι, σε Τραγ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> [[ενίοτε]] με μτχ., ομοίως προς το [[τυγχάνω]], <i>τοιαῦτα</i> ([[αὐτῷ]]) <i>ὑπῆρχε ἐόντα</i>, σε Ηρόδ.· <i>ὑπάρχει ἐχθρὸς ὤν</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[ὑπόκειμαι]] II. 2, τίθεμαι ως [[βάση]], θεωρούμαι, εκλαμβάνομαι ως [[δεδομένος]], σε Πλάτ.· <i>τούτων ὑπαρχόντων</i>, = [[quae]] [[cum]] [[ita]] sint, στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[ανήκω]] σε, [[περιέρχομαι]] σε κάποιον, συσσωρεύομαι, [[προκύπτω]], <i>ὑπάρχει τινί τι</i>, [[κάποιος]] έχει [[κάτι]], αυτό που υπάρχει σε κάποιον, σε Ηρόδ., Θουκ.· ἡ ὑπάρχουσα [[φύσις]], [[φυσικά]] χαρακτηριστικά, οι φυσικές ιδιότητες που σε χαρακτηρίζουν, [[φυσική]] [[κατάσταση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ὑπάρχω]] τινί, είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον, σε Ξεν., Δημ.· καθ'[[ὑμῶν]] ὑπάρξει ἐκείνῳ, θα είναι, θα βρεθεί στο [[πλευρό]] του [[εναντίον]] σας, σε Δημ.<br /><b class="num">IV.</b> [[συχνά]] σε πληθ. ουδ. μτχ. <i>τὰ ὑπάρχοντα</i>,<br /><b class="num">1.</b> οι υπάρχουσες συνθήκες, οι παρούσες ευκολίες, τα πλεονεκτήματα των συγκυριών, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό που ανήκει σε κάποιον, [[υπάρχοντα]], κτήσεις, τα κτήματα κάποιου, χρήματα, πόροι, εισοδήματα, [[περιουσία]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">V.</b> απρόσ., <i>ὑπάρχει</i>, [[γεγονός]], το βέβαιο είναι ότι..., με αιτ. και απαρ., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> επιτρέπεται, είναι δυνατό, με δοτ. και απαρ., ὑπάρχει μοι [[εἶναι]] ή <i>ποιεῖν τι</i>, σε Θουκ., Πλάτ.· απόλ., [[ὥσπερ]] ὑπῆρχε, όσο ήταν δυνατόν, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> σε μτχ. ουδ., όπως το [[ἐξόν]], [[παρόν]] κ.λπ.· ὑπάρχον [[ὑμῖν]] πολεμεῖν, εφόσον [[σου]] επιτρέπεται να κάνεις πόλεμο, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπάρχω:''' (реже med.)<br /><b class="num">1)</b> класть начало, начинать: ἡ γὰρ [[θέμις]], [[ὅστις]] ὑπάρξῃ Hom. ибо таково воздаяние (тому), кто положил начало; ἀμυνόμενοι, μὴ ὑπάρχοντες Plat. защищающиеся, (а) не зачинщики; ὑ. τινός Her., Eur., Thuc. etc. класть начало чему-л., быть зачинателем или зачинщиком чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> причинять, делать (ὑ. εὐεργεσίας τινί Aeschin. и εἴς τινα Dem.): τὰ εἰς [[ὑμᾶς]] ὑπηργμένα Lys. то, что сделано для вас, т. е. оказанные вам услуги; τὰ ὑπαργμένα (ион.) ἐξ ἐκείνων Her. то, что совершено ими;<br /><b class="num">3)</b> оказывать услугу или милость, быть в помощь, содействовать: [[μέγα]] ὑ. τινί Dem. и πρός τινα Plut. оказывать существенную помощь кому(чему)-л.; [[ἅτε]] τῆς φύσεως ὑπαρχούσης Xen. благодаря счастливым природным данным; τὰ παρὰ τῶν [[θεῶν]] ὑπηργμένα Thuc. милости богов;<br /><b class="num">4)</b> быть преданным, быть приверженцем: ὑ. τινὶ [[κατά]] τινος и πρός τινα Dem. быть на чьей-л. стороне против кого-л.;<br /><b class="num">5)</b> иметься в наличии, быть: τὸ ὑπάρχον Arst. существующее, реальность; χωρὶς τούτων οἱ [[χίλιοι]] ὑπῆρχον Xen. кроме этих была (еще) тысяча (бойцов); ὑπαρχούσης [[τιμῆς]] Xen. при наличии почета, т. е. пользуясь почетом, но τῆς ὑπαρχούσης [[τιμῆς]] Dem. по существующей цене; τὰ ἀφ [[ὑμῶν]] (ἕτοιμα) ὑπάρχει Dem. то, что (зависит) от вас, имеется налицо, т. е. за вами дело не станет; [[τοιαῦτα]] αὐτοῖς οὐχ ὑπάρχει Lys. ничего такого у них нет; διὰ τὰ ὑπάρχοντα ἁμαρτήματα Thuc. вследствие допущенных ошибок; ἡ ὑπάρχουσα [[οὐσία]] Isocr. и τὰ ὑπάρχοντα Thuc., Isocr. наличное имущество; πημονῆς [[ἅλις]] ὑπάρχει Aesch. довольно (уж) несчастий; τὰ ὑπάρχοντά τινι ἐγκλήματα Aeschin. выдвинутые против кого-л. обвинения; τὸ [[πλέον]] τοῦ χωρίου αὐτὸ καρτερὸν ὑπῆρχε Thuc. большая часть местности оказалась от природы укрепленной; ὑ. ἐγνωκότες μοι δοκεῖτε Dem. мне кажется, что вы (все это) уже знаете; [[τούτου]] ὑπάρχοντος или τούτων ὑπαρχόντων Plat. поскольку дело так обстоит, т. е. исходя из этого; πρὸς τὰ ὑπάρχοντα Thuc. при данных обстоятельствах или средствах;<br /><b class="num">6)</b> выпадать на долю, возникать, приключаться, бывать: τοῖσι κλαύμαθ᾽ ὑπάρξει Soph. их уделом будут слезы; [[ὥσπερ]] ὑπῆρχεν Thuc. как пришлось; (ὡς) ἐκ τῶν ὑπαρχόντων Thuc., Xen., Arst. в зависимости от обстоятельств, как придется; ὑπάρχει σε μὴ γνῶναί τινα Soph. выходит, что никто тебя не знает;<br /><b class="num">7)</b> быть присущим, свойственным (ὑ. τινί, [[κατά]] и ἐπί τινος Arst.);<br /><b class="num">8)</b> impers. быть в распоряжении, представляться возможным: ὑπάρχει [[ἡμῖν]] ἐπικρατεῖν Thuc. у нас есть возможность победить; οὐχ ὑπάρχει [[εἰδέναι]] καθ᾽ ὅ τι χωρήσει Thuc. невозможно предвидеть, что к чему приведет;<br /><b class="num">9)</b> властвовать, распоряжаться (ἐν χωρίῳ τινί Thuc.).
}}
}}