Anonymous

ὑπερβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
6
(43)
(6)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑπερβαίνω]] ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[περνώ]] [[πάνω]] από όρος, ποταμό, [[τείχος]] ή [[άλλο]] [[εμπόδιο]] (α. «υπερβαίνουν το όρος» β. «[[τέγος]] ὡς τοὺς [[γείτονας]] ὑπερβαίνοι», <b>Δημοσθ.</b><br />γ. «δόμους ὑπερβαίνουσα», <b>Ευρ.</b><br />δ. «τεῑχος ὑπερβαίνειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φτάνω]] [[πέρα]] από ένα [[χρονικό]] [[σημείο]] (α. «υπερέβη τα [[εκατό]] έτη» β. «[[πλέον]] ὑπερβὰς ο' ἔτη», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υπερτερώ]], [[υπερβάλλω]] (α. «υπερέβη τις προσδοκίες» β. «πάσῃ... πάντας ἀνθρώπους ὑπερβάλλει ἀρετῇ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ξεπερνώ]] τα επιτρεπόμενα όρια, [[παραβαίνω]] (α. «η αναίδειά του υπερβαίνει τα όρια» β. «νόμους οὐκ ὑπερβαίνουσα τοὺς Περσέων», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «θέμιν καὶ δίκαν ὑπερβαίνειν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ποτάμια) [[υπερεκχειλίζω]], [[πλημμυρίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παρέρχομαι]], [[παραβλέπω]] («καὶ ὑπερβαίνων τοὺς προσεχέας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παραλείπω]], [[αφήνω]] («ὑπερβὰς αὐτὴν [[μετὰ]] γεωμετρίαν ἀστρονομίαν ἔλεγον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[στέκομαι]] προστατευτικά [[πάνω]] από κάποιον («τεκέεσιν ὑπερβεβαῶτα λέοντα», Οππ.)<br /><b>5.</b> (σε [[διαθήκη]]) [[μεταβαίνω]], [[προχωρώ]] στον πλησιέστερο κληρονόμο<br /><b>6.</b> [[περνώ]] [[πάνω]] από, [[πηδώ]] [[πάνω]] από μια [[έκταση]]<br /><b>7.</b> (για χρόνο) [[κυλώ]], [[διαρρέω]] («ὑπερβάντων τῶν τῆς συμπαθείας χρόνων», Σωρ.)<br /><b>8.</b> [[είμαι]] ψηλότερος από [[κάτι]] [[άλλο]] («δύο ἐσχάρας ὑπερβεβηκυίας τὴν ἐν τῷ μεταφρένῳ ἐσχάραν», Παυλ. Αιγ.)<br /><b>9.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[πάνω]] από [[κάτι]] [[άλλο]] («ὑπερβησάτω ἐπὶ τὰς δεξιὰς πλευρὰς τὴν κνήμην», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=[[ὑπερβαίνω]] ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[περνώ]] [[πάνω]] από όρος, ποταμό, [[τείχος]] ή [[άλλο]] [[εμπόδιο]] (α. «υπερβαίνουν το όρος» β. «[[τέγος]] ὡς τοὺς [[γείτονας]] ὑπερβαίνοι», <b>Δημοσθ.</b><br />γ. «δόμους ὑπερβαίνουσα», <b>Ευρ.</b><br />δ. «τεῑχος ὑπερβαίνειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φτάνω]] [[πέρα]] από ένα [[χρονικό]] [[σημείο]] (α. «υπερέβη τα [[εκατό]] έτη» β. «[[πλέον]] ὑπερβὰς ο' ἔτη», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υπερτερώ]], [[υπερβάλλω]] (α. «υπερέβη τις προσδοκίες» β. «πάσῃ... πάντας ἀνθρώπους ὑπερβάλλει ἀρετῇ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ξεπερνώ]] τα επιτρεπόμενα όρια, [[παραβαίνω]] (α. «η αναίδειά του υπερβαίνει τα όρια» β. «νόμους οὐκ ὑπερβαίνουσα τοὺς Περσέων», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «θέμιν καὶ δίκαν ὑπερβαίνειν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ποτάμια) [[υπερεκχειλίζω]], [[πλημμυρίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παρέρχομαι]], [[παραβλέπω]] («καὶ ὑπερβαίνων τοὺς προσεχέας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παραλείπω]], [[αφήνω]] («ὑπερβὰς αὐτὴν [[μετὰ]] γεωμετρίαν ἀστρονομίαν ἔλεγον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[στέκομαι]] προστατευτικά [[πάνω]] από κάποιον («τεκέεσιν ὑπερβεβαῶτα λέοντα», Οππ.)<br /><b>5.</b> (σε [[διαθήκη]]) [[μεταβαίνω]], [[προχωρώ]] στον πλησιέστερο κληρονόμο<br /><b>6.</b> [[περνώ]] [[πάνω]] από, [[πηδώ]] [[πάνω]] από μια [[έκταση]]<br /><b>7.</b> (για χρόνο) [[κυλώ]], [[διαρρέω]] («ὑπερβάντων τῶν τῆς συμπαθείας χρόνων», Σωρ.)<br /><b>8.</b> [[είμαι]] ψηλότερος από [[κάτι]] [[άλλο]] («δύο ἐσχάρας ὑπερβεβηκυίας τὴν ἐν τῷ μεταφρένῳ ἐσχάραν», Παυλ. Αιγ.)<br /><b>9.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[πάνω]] από [[κάτι]] [[άλλο]] («ὑπερβησάτω ἐπὶ τὰς δεξιὰς πλευρὰς τὴν κνήμην», <b>Ξεν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], αόρ. βʹ <i>ὑπερ-έβην</i>, Επικ. [[ὑπέρ]]-βην, Επικ. γʹ πληθ. <i>ὑπέρβᾰσαν</i>,<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[βαδίζω]], [[πατώ]] [[επάνω]], [[ανεβαίνω]], [[σκαρφαλώνω]], [[αναρριχώμαι]], με αιτ.· [[ὑπερβαίνω]] [[τεῖχος]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[ὑπερβαίνω]] δόμους, [[διαβαίνω]] το [[κατώφλι]], την είσοδο του σπιτιού, σε Ευρ.· [[ὑπερβαίνω]] τοὺς οὔρους, [[διασχίζω]] τα [[σύνορα]], σε Ηρόδ.· λέγεται για ποταμούς, [[υπερβαίνω]] τις όχθες, [[υπερχειλίζω]], [[πλημμυρίζω]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[υπερβαίνω]] τα όρια, [[παραβιάζω]], [[καταπατώ]], [[παραβαίνω]], <i>τοὺς νόμους</i>, στον ίδ., Σοφ.· <i>τοὺς ὅρκους</i>, σε Δημ.· απόλ., [[παραβαίνω]], [[καταπατώ]], αμαρτάνω, [[ὅτε]] [[κέν]] τις [[ὑπερβήῃ]] (Επικ. υποτ. αορ. βʹ), σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> [[παραλείπω]], [[παραβλέπω]], [[αφήνω]] [[κάτι]] να περάσει, [[αποκλείω]], [[αφήνω]] έξω, [[παραλείπω]] να κάνω [[κάτι]], [[παραμελώ]], σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[προχωρώ]] πιο πέρα, [[παραπέρα]], [[ξεπερνώ]], [[προηγούμαι]], [[υπερτερώ]], με αιτ., σε Πλάτ.· απόλ., σε Θέογν. <b>Β.</b> Μτβ. σε αόρ. αʹ, [[θέτω]], [[βάζω]] από πάνω, σε Ξεν.
}}
}}