3,274,919
edits
(43) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[ἐκτρέπω]]<br /><b>1.</b> [[εκτρέπω]] βαθμιαία ή [[κρυφά]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑπεκτρέπομαι</i><br />[[κάνω]] στο πλάι, [[πηγαίνω]] [[παράμερα]], αποσύρομαι («ταύτην μὲν [[ἅπας]] φεύγει καὶ ὑπεκτρέπεται», <b>Πλάτ.</b>). | |mltxt=Α [[ἐκτρέπω]]<br /><b>1.</b> [[εκτρέπω]] βαθμιαία ή [[κρυφά]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑπεκτρέπομαι</i><br />[[κάνω]] στο πλάι, [[πηγαίνω]] [[παράμερα]], αποσύρομαι («ταύτην μὲν [[ἅπας]] φεύγει καὶ ὑπεκτρέπεται», <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπεκτρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[γυρίζω]], [[μεταστρέφω]] σταδιακά ή [[μυστικά]] από [[κάτι]], <i>τί τινος</i>, σε Σοφ. — Μέσ., απομακρύνομαι, αποσύρομαι, τραβιέμαι στο πλάι από, με αιτ., σε Πλάτ.· με απαρ., <i>ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσῴζειν</i>, [[άρνηση]], [[αρνούμαι]] να [[προσφέρω]] [[βοήθεια]] προς [[σωτηρία]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |