Anonymous

ὑπεκτρέπω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεκτρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[γυρίζω]], [[μεταστρέφω]] σταδιακά ή [[μυστικά]] από [[κάτι]], <i>τί τινος</i>, σε Σοφ. — Μέσ., απομακρύνομαι, αποσύρομαι, τραβιέμαι στο πλάι από, με αιτ., σε Πλάτ.· με απαρ., <i>ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσῴζειν</i>, [[άρνηση]], [[αρνούμαι]] να [[προσφέρω]] [[βοήθεια]] προς [[σωτηρία]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ὑπεκτρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[γυρίζω]], [[μεταστρέφω]] σταδιακά ή [[μυστικά]] από [[κάτι]], <i>τί τινος</i>, σε Σοφ. — Μέσ., απομακρύνομαι, αποσύρομαι, τραβιέμαι στο πλάι από, με αιτ., σε Πλάτ.· με απαρ., <i>ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσῴζειν</i>, [[άρνηση]], [[αρνούμαι]] να [[προσφέρω]] [[βοήθεια]] προς [[σωτηρία]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεκτρέπω:''' отклонять, отводить в сторону: ὑ. [[πόδα]] τινός Soph. бежать от чего-л.; φεύγειν καὶ ὑπεκτρέπεσθαί τινα Plat. всячески избегать кого-л.; [[ξένον]] ἂν οὐδένα ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσῴζειν Soph. ни одному чужестранцу не отказал бы я в помощи.
}}
}}