Anonymous

ὑπέρασθμος: Difference between revisions

From LSJ
6
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />πολύ λαχανιασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄσθμα]]].
|mltxt=-ον, Α<br />πολύ λαχανιασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄσθμα]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέρασθμος:''' -ον ([[ἄσθμα]]), αυτός που ασθμαίνει υπερβολικά, αυτός που έχει υπερβολική [[δύσπνοια]], σε Ξεν.
}}
}}