Anonymous

ὑπέρασθμος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέρασθμος:''' -ον ([[ἄσθμα]]), αυτός που ασθμαίνει υπερβολικά, αυτός που έχει υπερβολική [[δύσπνοια]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ὑπέρασθμος:''' -ον ([[ἄσθμα]]), αυτός που ασθμαίνει υπερβολικά, αυτός που έχει υπερβολική [[δύσπνοια]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέρασθμος:''' весь запыхавшийся, задыхающийся (τὸ [[θηρίον]] Xen.).
}}
}}