3,274,916
edits
(T22) |
(6) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ύ῾μνω: [[imperfect]] ὕμνουν; [[future]] ὑμνήσω; 1st aorist participle ὑμνησας; ([[ὕμνος]]); from [[Hesiod]] [[down]]; the Sept. [[often]] for הִלֵּל, הודָה, הֵשִׁיר, זִמֵּר;<br /><b class="num">1.</b> transitive, to [[sing]] the [[praise]] of; [[sing]] hymns to: τινα, to [[sing]] a [[hymn]], to [[sing]]: Psalm 113-118 and Psalm 136, [[which]] the Jews [[call]] the '[[great]] Hallel' ([[but]] [[see]] Ginsburg in Kitto [[under]] the [[word]] Hallel; Edersheim, The Temple etc., p. 191 f; Buxtorf (edited by Fischer), p. 314 f)); 1 Maccabees 13:47. | |txtha=ύ῾μνω: [[imperfect]] ὕμνουν; [[future]] ὑμνήσω; 1st aorist participle ὑμνησας; ([[ὕμνος]]); from [[Hesiod]] [[down]]; the Sept. [[often]] for הִלֵּל, הודָה, הֵשִׁיר, זִמֵּר;<br /><b class="num">1.</b> transitive, to [[sing]] the [[praise]] of; [[sing]] hymns to: τινα, to [[sing]] a [[hymn]], to [[sing]]: Psalm 113-118 and Psalm 136, [[which]] the Jews [[call]] the '[[great]] Hallel' ([[but]] [[see]] Ginsburg in Kitto [[under]] the [[word]] Hallel; Edersheim, The Temple etc., p. 191 f; Buxtorf (edited by Fischer), p. 314 f)); 1 Maccabees 13:47. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑμνέω:''' ([[ὕμνος]]), Επικ. <i>-είω</i>, Δωρ. γʹ πληθ. <i>ὑμνεῦσι</i>, θηλ. μτχ. <i>ὑμνεῦσα</i>, μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> με αιτ., [[υμνώ]], [[εγκωμιάζω]], [[εξυμνώ]], Λατ. canere, με αιτ., σε Ησίοδ., Τραγ.· επίσης σε πεζό λόγο, [[εξυμνώ]], [[δοξολογώ]], [[τιμώ]] τη [[μνήμη]], [[εορτάζω]], σε Ηρόδ., Ξεν.· με [[διπλή]] αιτ., <i>ἃ τὴν πόλιν ὕμνησα</i>, τα πράγματα για τα οποία εγκωμίασα την πόλη μας, σε Θουκ. — Παθ., εξυμνούμαι, Ἀργεῖοι [[ὑμνέαται]] (Ιων. αντί <i>-ηνται</i>), έχουν επαινεθεί, σε Ηρόδ.· ὑμνηθήσεται [[πόλις]], σε Ευρ.· <i>αἱ ὑμνούμεναι φιλίαι</i>, οι διαβόητες, οι ξακουστές φιλίες, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> με σύστ. αιτ., [[υμνώ]], [[επαινώ]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέω [[κάτι]] [[ξανά]] και [[ξανά]], [[επαναλαμβάνω]], [[εξιστορώ]], [[απαγγέλλω]], [[εκθέτω]], [[ξαναδιαβάζω]], [[αφηγούμαι]], Λατ. decantare, σε Πλάτ.· <i>ὑμνήσεις [[κακά]]</i>, εσύ θα ψάλλεις, τραγουδήσεις επανειλημμένως τις δικές [[σου]] δυστυχίες, συμφορές, σε Σοφ.· τὰν ἐμὰν [[ὑμνεῦσαι]] (Ιων. αντί <i>-οῦσαι</i>) <i>ἀπιστοσύναν</i>, [[διαρκής]] [[έκθεση]] της δικής μου έλλειψης πίστης, σε Ευρ. — Παθ., <i>βαί'</i>, <i>ἀεὶ δ' ὑμνούμενα</i>, λίγες λέξεις, [[αλλά]] [[συχνά]] επαναλαμβανόμενες, σε Σοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> αμτβ., [[εξυμνώ]], [[ψάλλω]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με Παθ. [[σημασία]], φῆμαι ὑμνήσουσι περὶ τὰ [[ὦτα]], θα ηχήσουν στα αυτιά τους, σε Πλάτ. (Στον Ευρ. μερικές φορές παραδίδεται <i>ῠ</i>). | |||
}} | }} |