Anonymous

ὑμνέω: Difference between revisions

From LSJ
1,404 bytes added ,  1 January 2019
4b
(6)
(4b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑμνέω:''' ([[ὕμνος]]), Επικ. <i>-είω</i>, Δωρ. γʹ πληθ. <i>ὑμνεῦσι</i>, θηλ. μτχ. <i>ὑμνεῦσα</i>, μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> με αιτ., [[υμνώ]], [[εγκωμιάζω]], [[εξυμνώ]], Λατ. canere, με αιτ., σε Ησίοδ., Τραγ.· επίσης σε πεζό λόγο, [[εξυμνώ]], [[δοξολογώ]], [[τιμώ]] τη [[μνήμη]], [[εορτάζω]], σε Ηρόδ., Ξεν.· με [[διπλή]] αιτ., <i>ἃ τὴν πόλιν ὕμνησα</i>, τα πράγματα για τα οποία εγκωμίασα την πόλη μας, σε Θουκ. — Παθ., εξυμνούμαι, Ἀργεῖοι [[ὑμνέαται]] (Ιων. αντί <i>-ηνται</i>), έχουν επαινεθεί, σε Ηρόδ.· ὑμνηθήσεται [[πόλις]], σε Ευρ.· <i>αἱ ὑμνούμεναι φιλίαι</i>, οι διαβόητες, οι ξακουστές φιλίες, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> με σύστ. αιτ., [[υμνώ]], [[επαινώ]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέω [[κάτι]] [[ξανά]] και [[ξανά]], [[επαναλαμβάνω]], [[εξιστορώ]], [[απαγγέλλω]], [[εκθέτω]], [[ξαναδιαβάζω]], [[αφηγούμαι]], Λατ. decantare, σε Πλάτ.· <i>ὑμνήσεις [[κακά]]</i>, εσύ θα ψάλλεις, τραγουδήσεις επανειλημμένως τις δικές [[σου]] δυστυχίες, συμφορές, σε Σοφ.· τὰν ἐμὰν [[ὑμνεῦσαι]] (Ιων. αντί <i>-οῦσαι</i>) <i>ἀπιστοσύναν</i>, [[διαρκής]] [[έκθεση]] της δικής μου έλλειψης πίστης, σε Ευρ. — Παθ., <i>βαί'</i>, <i>ἀεὶ δ' ὑμνούμενα</i>, λίγες λέξεις, [[αλλά]] [[συχνά]] επαναλαμβανόμενες, σε Σοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> αμτβ., [[εξυμνώ]], [[ψάλλω]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με Παθ. [[σημασία]], φῆμαι ὑμνήσουσι περὶ τὰ [[ὦτα]], θα ηχήσουν στα αυτιά τους, σε Πλάτ. (Στον Ευρ. μερικές φορές παραδίδεται <i>ῠ</i>).
|lsmtext='''ὑμνέω:''' ([[ὕμνος]]), Επικ. <i>-είω</i>, Δωρ. γʹ πληθ. <i>ὑμνεῦσι</i>, θηλ. μτχ. <i>ὑμνεῦσα</i>, μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> με αιτ., [[υμνώ]], [[εγκωμιάζω]], [[εξυμνώ]], Λατ. canere, με αιτ., σε Ησίοδ., Τραγ.· επίσης σε πεζό λόγο, [[εξυμνώ]], [[δοξολογώ]], [[τιμώ]] τη [[μνήμη]], [[εορτάζω]], σε Ηρόδ., Ξεν.· με [[διπλή]] αιτ., <i>ἃ τὴν πόλιν ὕμνησα</i>, τα πράγματα για τα οποία εγκωμίασα την πόλη μας, σε Θουκ. — Παθ., εξυμνούμαι, Ἀργεῖοι [[ὑμνέαται]] (Ιων. αντί <i>-ηνται</i>), έχουν επαινεθεί, σε Ηρόδ.· ὑμνηθήσεται [[πόλις]], σε Ευρ.· <i>αἱ ὑμνούμεναι φιλίαι</i>, οι διαβόητες, οι ξακουστές φιλίες, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> με σύστ. αιτ., [[υμνώ]], [[επαινώ]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέω [[κάτι]] [[ξανά]] και [[ξανά]], [[επαναλαμβάνω]], [[εξιστορώ]], [[απαγγέλλω]], [[εκθέτω]], [[ξαναδιαβάζω]], [[αφηγούμαι]], Λατ. decantare, σε Πλάτ.· <i>ὑμνήσεις [[κακά]]</i>, εσύ θα ψάλλεις, τραγουδήσεις επανειλημμένως τις δικές [[σου]] δυστυχίες, συμφορές, σε Σοφ.· τὰν ἐμὰν [[ὑμνεῦσαι]] (Ιων. αντί <i>-οῦσαι</i>) <i>ἀπιστοσύναν</i>, [[διαρκής]] [[έκθεση]] της δικής μου έλλειψης πίστης, σε Ευρ. — Παθ., <i>βαί'</i>, <i>ἀεὶ δ' ὑμνούμενα</i>, λίγες λέξεις, [[αλλά]] [[συχνά]] επαναλαμβανόμενες, σε Σοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> αμτβ., [[εξυμνώ]], [[ψάλλω]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με Παθ. [[σημασία]], φῆμαι ὑμνήσουσι περὶ τὰ [[ὦτα]], θα ηχήσουν στα αυτιά τους, σε Πλάτ. (Στον Ευρ. μερικές φορές παραδίδεται <i>ῠ</i>).
}}
{{elru
|elrutext='''ὑμνέω:''' эп. [[ὑμνείω]]<br /><b class="num">1)</b> (торжественно) петь (ὕμνον Aesch.; παιᾶνα Eur.; ὡς ποιηταὶ ὑμνήκασι περὶ αὐτῶν Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> прославлять в песнях, воспевать (τινα Her., Soph., Xen.; τὰς ἀρετάς τινος Lys.): ἃ τὴν πόλιν ὕμνησα Thuc. то, что я сказал для прославления (нашего) государства; ὑ. τινα ὑμεναίοισιν Eur. петь в честь кого-л. свадебные песни;<br /><b class="num">3)</b> скорбно воспевать, оплакивать в песнях (τι и τινα Soph., Eur., Plat.);<br /><b class="num">4)</b> беспрестанно повторять, твердить: ἀεὶ ὑμνούμενα Soph. вечно повторяемые слова, «старая песня»; [[πάλαι]] ὑμνηθέν Eur. избитая истина;<br /><b class="num">5)</b> объявлять, провозглашать: οὐδὲν [[δεῖ]] τὸν ἐπὶ [[τούτῳ]] νόμον ὑμνεῖν Plat. нет надобности издавать на этот счет закон;<br /><b class="num">6)</b> звучать, раздаваться (περὶ τὰ ὦτά τινος Plat.).
}}
}}