Anonymous

ὕπνος: Difference between revisions

From LSJ
6
(T22)
(6)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ὕπνου, ὁ (i. e. συπνος, cf. Latin sopnus, somnus; [[Curtius]], § 391), from [[Homer]] [[down]], [[Hebrew]] שֵׁנָה, [[sleep]]: [[properly]], ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι ([[see]] [[ἐγείρω]], 1), Romans 13:11.
|txtha=ὕπνου, ὁ (i. e. συπνος, cf. Latin sopnus, somnus; [[Curtius]], § 391), from [[Homer]] [[down]], [[Hebrew]] שֵׁנָה, [[sleep]]: [[properly]], ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι ([[see]] [[ἐγείρω]], 1), Romans 13:11.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὕπνος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> ύπνος, [[γαλήνιος]] ύπνος, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[χάλκεος]] [[ὕπνος]], δηλ. ο ύπνος του θανάτου, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὕπνοςτινὰ ἐπέρχεται</i>, <i>ἐπορούει</i>, <i>ἱκάνει</i>, <i>αἱρεῖ</i>, <i>λαμβάνει</i>, σε Όμηρ. κ.λπ.· εἰς [[ὕπνον]] [[πεσεῖν]], σε Σοφ.· <i>ἐν ὕπνῳ</i>, στον ύπνο, σε Ευρ.· καθ' [[ὕπνον]], σε Σοφ.· περὶ πρῶτον [[ὕπνον]], γύρω, [[περίπου]] στον πρώτο ύπνο, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> ο [[θεός]] Ύπνος, [[δίδυμος]] αδερφός του Θανάτου, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}