3,276,932
edits
(41) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />ετήσιο [[ζιζάνιο]] [[φυτό]] («ἐκφέρουσα δὲ ἀκάνθας καὶ τριβόλους», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό σιδερένιο [[τεμάχιο]] με [[τρεις]] αιχμές τοποθετημένες [[κατά]] τρόπο ώστε η μία να στέκεται [[πάντοτε]] κατακόρυφα, όπως κι αν αυτό ριχνόταν στο [[έδαφος]], το οποίο διασκόρπιζαν [[κατά]] μάζες, για να παρακωλύσουν την [[πορεία]] εχθρικού στρατού<br /><b>2.</b> [[μέρος]] του χαλινού του ίππου<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] διαφόρων ακανθωδών [[φυτών]] (α. «[[τρίβολος]] [[παραθαλάσσιος]]» β. «[[τρίβολος]] [[φυλλάκανθος]]»)<br /><b>4.</b> το αλωνιστικό [[εργαλείο]] [[τριβόλι]]<br /><b>5.</b> <b>ως επίθ.</b> [[τρίβολος]], -<i>ον</i><br />α) αυτός που έχει [[τρεις]] αιχμές<br />β) αυτός που έχει ενωθεί από [[τρία]] μέρη («πυρὰ πυργοειδὴς [[τρίβολος]]», Δίων Κάσσ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «οι κατακρημνώμενοι τρίβολοι» — μηχανήματα αναρτημένα από τον τοίχο φρουρίου για [[υπεράσπιση]] από τους πολιορκητικούς κριούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span>[[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>τετρά</i>-<i>βολος</i>. Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως ονομ. φυτού [[επειδή]] αυτό είχε το ίδιο [[σχήμα]] με το πολεμικό όργανο. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική και με τις δύο σημ. (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>tribulus</i>). Εξαλλου, η λ. με σημ. «αλωνιστικό όργανο» υποστηρίζεται ότι έχει δεχθεί την [[επίδραση]] του <i>τρῑβω</i> (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>tribulum</i>, σχηματισμένο από το θ. <i>tri</i>- του <i>tero</i> «[[τρίβω]]», αν δεν θεωρηθεί παρετυμολογική η [[ένταξη]] του σ' αυτήν την [[οικογένεια]])]. | |mltxt=ο, ΝΜΑ<br />ετήσιο [[ζιζάνιο]] [[φυτό]] («ἐκφέρουσα δὲ ἀκάνθας καὶ τριβόλους», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό σιδερένιο [[τεμάχιο]] με [[τρεις]] αιχμές τοποθετημένες [[κατά]] τρόπο ώστε η μία να στέκεται [[πάντοτε]] κατακόρυφα, όπως κι αν αυτό ριχνόταν στο [[έδαφος]], το οποίο διασκόρπιζαν [[κατά]] μάζες, για να παρακωλύσουν την [[πορεία]] εχθρικού στρατού<br /><b>2.</b> [[μέρος]] του χαλινού του ίππου<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] διαφόρων ακανθωδών [[φυτών]] (α. «[[τρίβολος]] [[παραθαλάσσιος]]» β. «[[τρίβολος]] [[φυλλάκανθος]]»)<br /><b>4.</b> το αλωνιστικό [[εργαλείο]] [[τριβόλι]]<br /><b>5.</b> <b>ως επίθ.</b> [[τρίβολος]], -<i>ον</i><br />α) αυτός που έχει [[τρεις]] αιχμές<br />β) αυτός που έχει ενωθεί από [[τρία]] μέρη («πυρὰ πυργοειδὴς [[τρίβολος]]», Δίων Κάσσ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «οι κατακρημνώμενοι τρίβολοι» — μηχανήματα αναρτημένα από τον τοίχο φρουρίου για [[υπεράσπιση]] από τους πολιορκητικούς κριούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span>[[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>τετρά</i>-<i>βολος</i>. Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως ονομ. φυτού [[επειδή]] αυτό είχε το ίδιο [[σχήμα]] με το πολεμικό όργανο. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική και με τις δύο σημ. (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>tribulus</i>). Εξαλλου, η λ. με σημ. «αλωνιστικό όργανο» υποστηρίζεται ότι έχει δεχθεί την [[επίδραση]] του <i>τρῑβω</i> (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>tribulum</i>, σχηματισμένο από το θ. <i>tri</i>- του <i>tero</i> «[[τρίβω]]», αν δεν θεωρηθεί παρετυμολογική η [[ένταξη]] του σ' αυτήν την [[οικογένεια]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρίβολος:''' [ῐ], -ον=τρῐ-βελής·<br /><b class="num">I. 1.</b> ως ουσ., [[εργαλείο]] με [[τρία]] [[μεγάλα]] καρφιά, τοποθετημένο έτσι ώστε ένα από τα καρφιά να στοχεύει προς τα πάνω, το οποίο χρησιμοποιείτο για να κουτσαίνει τα άλογα του ιππκού των εχθρών την ώρα της μάχης, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> αγκαθωτό [[φυτό]], [[γαϊδουράγκαθο]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> <i>τρίβολοι</i>, <i>οἱ</i>, αλωνιστική [[μηχανή]], που αποτελείται από σανίδες, στην [[κάτω]] [[επιφάνεια]] των οποίων μπήγονταν [[πολύ]] κοφτερά λιθάρια, σε Ανθ. | |||
}} | }} |