Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τρίβολος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρίβολος:''' [ῐ], -ον=τρῐ-βελής·<br /><b class="num">I. 1.</b> ως ουσ., [[εργαλείο]] με [[τρία]] [[μεγάλα]] καρφιά, τοποθετημένο έτσι ώστε ένα από τα καρφιά να στοχεύει προς τα πάνω, το οποίο χρησιμοποιείτο για να κουτσαίνει τα άλογα του ιππκού των εχθρών την ώρα της μάχης, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> αγκαθωτό [[φυτό]], [[γαϊδουράγκαθο]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> <i>τρίβολοι</i>, <i>οἱ</i>, αλωνιστική [[μηχανή]], που αποτελείται από σανίδες, στην [[κάτω]] [[επιφάνεια]] των οποίων μπήγονταν [[πολύ]] κοφτερά λιθάρια, σε Ανθ.
|lsmtext='''τρίβολος:''' [ῐ], -ον=τρῐ-βελής·<br /><b class="num">I. 1.</b> ως ουσ., [[εργαλείο]] με [[τρία]] [[μεγάλα]] καρφιά, τοποθετημένο έτσι ώστε ένα από τα καρφιά να στοχεύει προς τα πάνω, το οποίο χρησιμοποιείτο για να κουτσαίνει τα άλογα του ιππκού των εχθρών την ώρα της μάχης, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> αγκαθωτό [[φυτό]], [[γαϊδουράγκαθο]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> <i>τρίβολοι</i>, <i>οἱ</i>, αλωνιστική [[μηχανή]], που αποτελείται από σανίδες, στην [[κάτω]] [[επιφάνεια]] των οποίων μπήγονταν [[πολύ]] κοφτερά λιθάρια, σε Ανθ.
}}
{{elnl
|elnltext=τρίβολος -ου, ὁ [τρι-, βάλλω] distel (plant);. ὀξύτερος τριβόλων (wijn) scherper dan distels Alc. 369.2.
}}
}}