Anonymous

τρύξ: Difference between revisions

From LSJ
563 bytes added ,  31 December 2018
6
(42)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[τρύξ]], -υγός, ΝΜΑ<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) <b>βλ.</b> [[τρύγα]].
|mltxt=η / [[τρύξ]], -υγός, ΝΜΑ<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) <b>βλ.</b> [[τρύγα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρύξ:''' ἡ, γεν. <i>τρῠγός</i> (συγγενές προς το [[τρύγη]]),<br /><b class="num">I.</b> καινούριο [[κρασί]] που δεν έχει [[ακόμα]] ζυμωθεί, [[κρασί]] αδιήθητο, [[μούστος]], Λατ. [[mustum]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[υποστάθμη]] οίνου, Λατ. [[faex]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· μεταφ., λέγεται για ηλικιωμένο άντρα ή [[γυναίκα]], σε Αριστοφ.
}}
}}