Anonymous

τρύξ: Difference between revisions

From LSJ
364 bytes added ,  1 January 2019
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρύξ:''' ἡ, γεν. <i>τρῠγός</i> (συγγενές προς το [[τρύγη]]),<br /><b class="num">I.</b> καινούριο [[κρασί]] που δεν έχει [[ακόμα]] ζυμωθεί, [[κρασί]] αδιήθητο, [[μούστος]], Λατ. [[mustum]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[υποστάθμη]] οίνου, Λατ. [[faex]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· μεταφ., λέγεται για ηλικιωμένο άντρα ή [[γυναίκα]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''τρύξ:''' ἡ, γεν. <i>τρῠγός</i> (συγγενές προς το [[τρύγη]]),<br /><b class="num">I.</b> καινούριο [[κρασί]] που δεν έχει [[ακόμα]] ζυμωθεί, [[κρασί]] αδιήθητο, [[μούστος]], Λατ. [[mustum]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[υποστάθμη]] οίνου, Λατ. [[faex]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· μεταφ., λέγεται για ηλικιωμένο άντρα ή [[γυναίκα]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρύξ:''' [[τρυγός|τρῠγός]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> молодое (неперебродившее) вино Her., Arph.;<br /><b class="num">2)</b> осадок, отстой, преимущ. вина Her., Arph., Theocr., Plut., Luc.; перен. (о дряхлых людях) старая перечница Arph.
}}
}}