Anonymous

ὑπεύθυνος: Difference between revisions

From LSJ
6
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο/ [[ὑπεύθυνος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] έχει την [[ευθύνη]] για [[κάτι]], [[υπαίτιος]] (α. «ο [[κύριος]] [[υπεύθυνος]] της οικονομικής αναστάτωσης» β. «τῆς ἀγνοίας [[ὑπεύθυνος]]», <b>Λουκιαν.</b><br />γ. «προσκλήσεώς ἐστιν [[ὑπεύθυνος]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[ευθύνη]], από τον οποίο [[είναι]] δυνατόν να ζητηθούν ευθύνες, [[υπόλογος]] (α. «ο [[υπεύθυνος]] [[εκδότης]]» β. «τραχὺς [[μόναρχος]] οὐδ' [[ὑπεύθυνος]] κρατεῑ», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «πάλῳ μὲν ἀρχὰς ἄρχει, ὑπεύθυνον δὲ ἀρχὴν ἔχει», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το υπευθυνο</i>(<i>ν</i>)<br />το να έχει [[κανείς]] την [[ευθύνη]] για [[κάτι]] ή το να [[είναι]] [[υπεύθυνος]], να έχει [[επίγνωση]] τών ευθυνών του, η [[υπευθυνότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρέχεται με την [[ευθύνη]] κάποιου, για τον οποίο εγγυάται [[κάποιος]] («υπεύθυνη [[δήλωση]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που φέρεται με [[υπευθυνότητα]], που ενεργεί με [[αίσθημα]] ευθύνης και σοβαρότητας («[[είναι]] [[υπεύθυνος]] [[άνθρωπος]]»)<br /><b>3.</b> [[προϊστάμενος]] («[[υπεύθυνος]] του τμήματος πωλήσεων»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «αστικώς [[υπεύθυνος]]»<br /><b>(νομ.)</b> ο [[κατά]] νόμο [[υπόχρεος]] σε [[αποζημίωση]] του πολιτικού ενάγοντα, εξαιτίας παράνομης και ζημιογόνας πράξης ή παράλειψης προσώπου του οποίου την αστική [[ευθύνη]] φέρει ο πολιτικώς [[εναγόμενος]] ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπόκειται σε [[κάτι]] («τὸν πρῶτον ἄνθρωπον ὑπεύθυνον λαβὼν τῇ ἁμαρτίᾳ», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> [[ένοχος]] ενώπιον του θεού, [[αμαρτωλός]] («[[μετὰ]] τῶν ὑπευθύνων ὁ [[ἀνεύθυνος]]», Επιφ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ὑπεύθυνοι</i><br />(στην αρχ. Αθήνα) οι άρχοντες οι οποίοι [[μετά]] τη [[λήξη]] της θητείας τους ήταν αναγκασμένοι να λογοδοτούν στους <i>ευθυνους</i> ή στους <i>λογιστάς</i>·β) οι υπήκοοι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «λογισταὶ ὑπευθύνων χορῶν» — οι θεατές στους οποίους είχε ανατεθεί ο [[έλεγχος]] και η [[κρίση]] θεατρικής παράστασης <b>(Εύπ.)</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υπευθύνως]] / <i>ὑπευθύνως</i> ΝΑ, και <i>υπεύθυνα</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> με [[υπευθυνότητα]], με [[αίσθημα]] ευθύνης («ασκεί υπεύθυνα τα καθήκοντά του»)<br /><b>2.</b> με [[βεβαιότητα]], εγγυημένα («σέ [[βεβαιώνω]] υπεύθυνα»)<br /><b>αρχ.</b><br />με το να υπόκειται [[κανείς]] σε [[λογοδοσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[εύθυνος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>εὐθύνη</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αν</i>-[[εύθυνος]]].
|mltxt=-η, -ο/ [[ὑπεύθυνος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] έχει την [[ευθύνη]] για [[κάτι]], [[υπαίτιος]] (α. «ο [[κύριος]] [[υπεύθυνος]] της οικονομικής αναστάτωσης» β. «τῆς ἀγνοίας [[ὑπεύθυνος]]», <b>Λουκιαν.</b><br />γ. «προσκλήσεώς ἐστιν [[ὑπεύθυνος]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[ευθύνη]], από τον οποίο [[είναι]] δυνατόν να ζητηθούν ευθύνες, [[υπόλογος]] (α. «ο [[υπεύθυνος]] [[εκδότης]]» β. «τραχὺς [[μόναρχος]] οὐδ' [[ὑπεύθυνος]] κρατεῑ», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «πάλῳ μὲν ἀρχὰς ἄρχει, ὑπεύθυνον δὲ ἀρχὴν ἔχει», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το υπευθυνο</i>(<i>ν</i>)<br />το να έχει [[κανείς]] την [[ευθύνη]] για [[κάτι]] ή το να [[είναι]] [[υπεύθυνος]], να έχει [[επίγνωση]] τών ευθυνών του, η [[υπευθυνότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρέχεται με την [[ευθύνη]] κάποιου, για τον οποίο εγγυάται [[κάποιος]] («υπεύθυνη [[δήλωση]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που φέρεται με [[υπευθυνότητα]], που ενεργεί με [[αίσθημα]] ευθύνης και σοβαρότητας («[[είναι]] [[υπεύθυνος]] [[άνθρωπος]]»)<br /><b>3.</b> [[προϊστάμενος]] («[[υπεύθυνος]] του τμήματος πωλήσεων»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «αστικώς [[υπεύθυνος]]»<br /><b>(νομ.)</b> ο [[κατά]] νόμο [[υπόχρεος]] σε [[αποζημίωση]] του πολιτικού ενάγοντα, εξαιτίας παράνομης και ζημιογόνας πράξης ή παράλειψης προσώπου του οποίου την αστική [[ευθύνη]] φέρει ο πολιτικώς [[εναγόμενος]] ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπόκειται σε [[κάτι]] («τὸν πρῶτον ἄνθρωπον ὑπεύθυνον λαβὼν τῇ ἁμαρτίᾳ», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> [[ένοχος]] ενώπιον του θεού, [[αμαρτωλός]] («[[μετὰ]] τῶν ὑπευθύνων ὁ [[ἀνεύθυνος]]», Επιφ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ὑπεύθυνοι</i><br />(στην αρχ. Αθήνα) οι άρχοντες οι οποίοι [[μετά]] τη [[λήξη]] της θητείας τους ήταν αναγκασμένοι να λογοδοτούν στους <i>ευθυνους</i> ή στους <i>λογιστάς</i>·β) οι υπήκοοι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «λογισταὶ ὑπευθύνων χορῶν» — οι θεατές στους οποίους είχε ανατεθεί ο [[έλεγχος]] και η [[κρίση]] θεατρικής παράστασης <b>(Εύπ.)</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υπευθύνως]] / <i>ὑπευθύνως</i> ΝΑ, και <i>υπεύθυνα</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> με [[υπευθυνότητα]], με [[αίσθημα]] ευθύνης («ασκεί υπεύθυνα τα καθήκοντά του»)<br /><b>2.</b> με [[βεβαιότητα]], εγγυημένα («σέ [[βεβαιώνω]] υπεύθυνα»)<br /><b>αρχ.</b><br />με το να υπόκειται [[κανείς]] σε [[λογοδοσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[εύθυνος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>εὐθύνη</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αν</i>-[[εύθυνος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεύθῡνος:''' -ον, <b class="num">1.</b> υποχρεωμένος να δίνει λογαριασμό για τη [[διαχείριση]] αξιώματος, [[υπόλογος]], επιφορτισμένος με συγκεκριμένο [[καθήκον]], [[αρμόδιος]], [[πλήρης]] ευθυνών, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ὑπεύθυνοι</i>, <i>οἱ</i>, στην Αθήνα, άρχοντες που ήταν αναγκασμένοι να υποβάλλουν απολογισμό στους δημόσιους ελεγκτές (<i>λογισταί</i>), σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[υπόλογος]], [[υπαίτιος]] για, [[ὑπεύθυνος]] ἀρχῆς ἑτέρας, [[παρά]] Δημ.· λέγεται για δούλους, [[σῶμα]] ὑπεύθυνον ἀδικημάτων, το [[σώμα]] τους είναι υπεύθυνο για τις κακές τους πράξεις, δηλ. πρέπει να πληρώσουν γι' αυτές με [[τιμωρία]] του σώματός τους, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με δοτ., [[υπόλογος]] σε κάποιον, εξαρτώμενος, υποκείμενος σε αυτούς, Λατ. [[obnoxius]], στον ίδ., σε Αισχίν.
}}
}}